κόμπασος
From LSJ
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
Greek Monolingual
κόμπασος, ὁ (Α)
κομπαστής, καυχηματίας, καυχησιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομπά-ζω + -σος (πρβλ. κραύγα-σος, μέθυ-σος)].