ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops
κόμπασος, ὁ (Α)κομπαστής, καυχηματίας, καυχησιάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κομπά-ζω + -σος (πρβλ. κραύγα-σος, μέθυ-σος)].