κόμπασος

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source

Greek Monolingual

κόμπασος, ὁ (Α)
κομπαστής, καυχηματίας, καυχησιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομπά-ζω + -σος (πρβλ. κραύγα-σος, μέθυ-σος)].