κεφαλοβαρής: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κεφᾰλοβᾰρής:''' имеющий тяжелую голову или верхушку (τὰ φυτά Arst.). | |elrutext='''κεφᾰλοβᾰρής:''' [[имеющий тяжелую голову или верхушку]] (τὰ φυτά Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 13:07, 20 August 2022
English (LSJ)
ές, A with a head at the root, of bulbous plants, Arist. Long.467a34, Thphr.HP1.6.8.
German (Pape)
[Seite 1428] ές, kopfschwer, mit schwerem Kopfe; Arist. macrob. 6; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κεφᾰλοβᾰρής: -ές, ἔχων βαρεῖαν κεφαλήν, Ἀριστ. π. Μακροβ. καὶ Βραχυβ. 6, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 8.
Greek Monolingual
κεφαλοβαρής, -ές (Α)
(κυρίως για φυτά) αυτός που έχει βαρύ κεφάλι («τῶν φυτῶν τὰ κεφαλοβαρῆ μακροβιώτερα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. γυιοβαρής, οινοβαρής].
Russian (Dvoretsky)
κεφᾰλοβᾰρής: имеющий тяжелую голову или верхушку (τὰ φυτά Arst.).