κοινογονία: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κοινογονία:''' ἡ смешивание разных пород, скрещивание Plat. | |elrutext='''κοινογονία:''' ἡ [[смешивание разных пород]], [[скрещивание]] Plat. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κοινογονία -ας, ἡ [κοινογενής] kruising van soorten. | |elnltext=κοινογονία -ας, ἡ [κοινογενής] kruising van soorten. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:50, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A mixing of breeds, opp. ἰδιογονία, ib.d.
German (Pape)
[Seite 1468] ἡ, gemeinschaftliche Zeugung verschiedener Gattungen, wie des Pferdes u. Esels, Plat. Polit. 265 d, Ggstz ἰδιογονία.
Greek (Liddell-Scott)
κοινογονία: ἡ, ἡ διὰ τῆς μίξεως κοινὴ γονιμοποίησις δύο διαφόρων γενῶν, οἷον τοῦ ἵππου καὶ τοῦ ὄνου, ἀντίθετ. τῷ ἰδιογονία, Πλάτ. Πολιτ. 265D.
Greek Monolingual
κοινογονία, ἡ (Α)
η γονιμοποίηση με μίξη δύο διαφορετικών ειδών, όπως του αλόγου και του γαϊδάρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -γονία (< -γονος < γόνος), πρβλ. αγαθογονία, αρχαιογονία].
Russian (Dvoretsky)
κοινογονία: ἡ смешивание разных пород, скрещивание Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοινογονία -ας, ἡ [κοινογενής] kruising van soorten.