γαλερός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world
mNo edit summary |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=galeros | |Transliteration C=galeros | ||
|Beta Code=galero/s | |Beta Code=galero/s | ||
|Definition=ά, όν, | |Definition=ά, όν, = [[γαληνός]], [[cheerful]], Hsch., <span class="title">AB</span>229. Adv. [[γαλερῶς]] cj. in <span class="title">AP</span>12.50 (Asclep.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 21:15, 23 August 2022
English (LSJ)
ά, όν, = γαληνός, cheerful, Hsch., AB229. Adv. γαλερῶς cj. in AP12.50 (Asclep.).
German (Pape)
[Seite 471] heiter, vergnügt, VLL. – Adv., πίνειν Asclpds. 9 (XII, 50).
Greek (Liddell-Scott)
γαλερός: -ά, -όν, εὔθυμος, Α. Β. 229.―Ἐπίρρ. γαλερῶς Ἀνθ. Π. 12. 50.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
serein.
Étymologie: DELG même groupe que γελάω.
Spanish (DGE)
-όν
• Alolema(s): γαλη- Hsch.
apacible Paus.Gr.γ 2, Hsch., AB 229.31.
Greek Monolingual
γαλερός, -ά, -όν (Α)
εύθυμος, ιλαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το επίθ. γαληρός < (θ.) γαλη- (πρβλ. γαλήνη) + (επίθημα) -ρος, αναλογικά προς τα επίθ. σε -ερός (πρβλ. στυγερός, κρατερός κ.λπ.)].
Greek Monotonic
γᾰλερός: -ά, -όν (γαίω), εύθυμος, ευδιάθετος, κεφάτος· επίρρ. γαλερῶς, σε Ανθ.