μελαμπέταλος: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελαμπέτᾰλος:''' чернолистый, с темными листьями (δάφνης [[κλών]] Anth.).
|elrutext='''μελαμπέτᾰλος:''' [[чернолистый]], [[с темными листьями]] (δάφνης [[κλών]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελαμ-πέτᾰλος, ον [[πέταλον]]<br />[[dark]]-leaved, Anth.
|mdlsjtxt=μελαμ-πέτᾰλος, ον [[πέταλον]]<br />[[dark]]-leaved, Anth.
}}
}}

Revision as of 11:30, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμπέτᾰλος Medium diacritics: μελαμπέταλος Low diacritics: μελαμπέταλος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΕΤΑΛΟΣ
Transliteration A: melampétalos Transliteration B: melampetalos Transliteration C: melampetalos Beta Code: melampe/talos

English (LSJ)

ον, A dark-leaved, κλών AP4.1.14 (Mel.), 9.307 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 118] schwarzblätterig, δάφνης κλών, Mel. 1 (IV, 1).

Greek (Liddell-Scott)

μελαμπέτᾰλος: -ον, ὁ ἔχων μαῦρα, σκοτεινὰ πέταλα, φύλλα, Ἀνθ. Π. 4. 1, 14, πρβλ. 9. 307.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux feuilles noires.
Étymologie: μέλας, πέταλον.

Greek Monolingual

μελαμπέταλος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκοτεινόχρωμα πέταλα, σκούρα φύλλα («δάφνης κλῶνα μελαμπέταλον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πέταλον (πρβλ. ελικοπέταλος, χρυσοπέταλος)].

Greek Monotonic

μελαμπέτᾰλος: -ον (πέταλον), αυτός που έχει μαύρα (σκούρα) πέταλα ή φύλλα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μελαμπέτᾰλος: чернолистый, с темными листьями (δάφνης κλών Anth.).

Middle Liddell

μελαμ-πέτᾰλος, ον πέταλον
dark-leaved, Anth.