ἐχέτης: Difference between revisions
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=echetis | |Transliteration C=echetis | ||
|Beta Code=e)xe/ths | |Beta Code=e)xe/ths | ||
|Definition=ου, ὁ, | |Definition=ου, ὁ, = [[ὁ ἔχων]], [[man of substance]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>304</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:52, 24 August 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, = ὁ ἔχων, man of substance, Pi.Fr.304.
German (Pape)
[Seite 1124] ὁ, der Habende, Besitzende, Reiche, Pind. frg. 273.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, ἔχων περιουσίαν, πλούσιος, Πινδ. Ἀποσπ. 273.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui possède.
Étymologie: ἔχω.
Greek Monolingual
ἐχέτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει, άνθρωπος με πολλά αγαθά, πλούσιος κτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εχ-του έχω (I) + κατάλ. -έτης (πρβλ. ευνέτης, οφειλέτης)].
Greek Monotonic
ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, αυτός που έχει κτήματα ή χρήματα, πλούσιος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐχέτης: ου ὁ имущий, состоятельный человек Pind.