διάδυσις: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διάδυσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> проход (ἐς τὼς πόρως Plat.);<br /><b class="num">2)</b> рудник, шахта (ὀρύγματα καὶ διαδύσεις Diod.);<br /><b class="num">3)</b> уловка, увертка (διαδύσεις καὶ κακουργίαι Dem.; διαδύσεις καὶ παλινδικίαι Plut.). | |elrutext='''διάδυσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> проход (ἐς τὼς πόρως Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[рудник]], [[шахта]] (ὀρύγματα καὶ διαδύσεις Diod.);<br /><b class="num">3)</b> [[уловка]], [[увертка]] (διαδύσεις καὶ κακουργίαι Dem.; διαδύσεις καὶ παλινδικίαι Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=διάδῠσις, εως<br />a [[passage]] [[through]]: in plural evasions, τινος from a [[thing]], Dem. | |mdlsjtxt=διάδῠσις, εως<br />a [[passage]] [[through]]: in plural evasions, τινος from a [[thing]], Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 19 August 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A passing through, passage, ἐς τὼς πόρως Ti.Locr.100e, cf. Thphr.Od.50: metaph. in plural, evasions, τῶν ἀδικημάτων, i.e. escape from the consequences of crimes, D.24.139, cf. 94, Plu.Dem.6: abs., Lib.Or.18.32. II in plural, passages, galleries, in mines, etc., D.S.5.36: sg., prob.l. in Aen.Tact.24.5; subterranean channel, Demetr.Sceps. ap. Str.13.1.43.
Greek (Liddell-Scott)
διάδῠσις: -εως, ἡ, ἡ διὰ μέσου διάβασις, δίοδος, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 50· -μεταφ. κατὰ πληθ., ὑπεκφυγαί, τινος, ἀπό τινος πράγματος, Δημ. 744. 5. ΙΙ. κατὰ πληθ., δίοδος, διάδρομος, ὑπόγειος, ὡς ἐν μεταλλείοις, κτλ., Διόδ. 5. 36.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’échapper ; αἱ διαδύσεις fig. moyens d’échapper à, faux-fuyants, subterfuges ; au sg. échappatoire (en justice).
Étymologie: διαδύω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I rel. la acción, abstr.
1 de cosas traspaso, penetración ἐὰν μή τις τὸν τρόπον τῆς διαδύσεως ... δεικνύῃ Epicur.Fr.[24.50] 4, ἐς τὼς πόρως δ. Ti.Locr.100e, cf. Thphr.Od.50, Gr.Nyss.Or.Dom.53.10
•de mezclas interpenetración συνεχὴς ἔσται ἡ διαίρεσις τῷ κατὰ πᾶν τὴν διάδυσιν γίνεσθαι θατέρῳ εἰς θάτερον Plot.2.7.1.
2 de pers., jur. escapatoria πρὸς τὰς διαδύσεις τῶν ἀδικημάτων νομοθετεῖσθαι D.24.139, cf. 94, διαδύσεις καὶ παλινδικίαι Plu.Dem.6, διαδύσεως οὐκ οὔσης καλεῖ ... τὴν θεόν Lib.Or.18.32.
II rel. espacio, concr. pasadizo de una muralla ἵνα ... μὴ κατὰ διάδυσιν ... εἰσέλθοι Aen.Tact.24.5
•galería, túnel διαδύσεις μεταλλουργοῦντες D.S.5.36, (ὕδωρ) κατὰ διάδυσιν ὑπεκρέον Str.13.1.43 (cj.).
Greek Monotonic
διάδῠσις: -εως, ἡ, δίοδος, πέρασμα μέσω, διάβαση· στον πληθ., υπεκφυγές, αποφυγή τινος, από κάτι, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάδυσις -εως, ἡ [διαδύομαι] uitvlucht.
Russian (Dvoretsky)
διάδυσις: εως ἡ
1) проход (ἐς τὼς πόρως Plat.);
2) рудник, шахта (ὀρύγματα καὶ διαδύσεις Diod.);
3) уловка, увертка (διαδύσεις καὶ κακουργίαι Dem.; διαδύσεις καὶ παλινδικίαι Plut.).
Middle Liddell
διάδῠσις, εως
a passage through: in plural evasions, τινος from a thing, Dem.