ἀνάκτορον: Difference between revisions
Ἰδών τι κρυπτὸν (χρηστὸν) μηδὲν ἐκφάνῃς ὅλως → Aliquid vidisti occultum (pulchrum)? Nihil elimina → Siehst du Verborgnes (was Gutes), offenbare dich nicht ganz
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />temple | |btext=ου (τό) :<br />temple d'un dieu ; palais.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάκτωρ]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 12:50, 23 August 2022
English (LSJ)
τό, A king's dwelling, palace, in plural, AP9.657 (Marian.): mostly of the dwelling of gods, temple, shrine, Δήμητρος ἀνάκτορον ib.147 (Antag.); Θέτιδος εἰς ἀ. E.Andr.43: pl., ib.117, al., S.Fr.757; τὸ ἐν Ἐλευσῖνι ἀ. Hdt.9.65, cf. Hegesand.8, Posidon.41, Chor.p.86.24B.
German (Pape)
[Seite 194] τό, die Herrscherwohnung, königlicher Palast, bei Sp. bes. im plur. Häufiger: Götterwohnung, Tempel, Eur. ἐν θεοῦ ἀνακτόροις Ion. 56; Rhes. 516; Δήμητρος Simonid. 56 (IX, 147); Her. 9, 65, s. ἀνακτόριον; also bes. von der eleusinischen Demeter und dem Orakel in Delphi; Plut. Num. 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκτορον: τό, βασιλικὸν ἐνδιαίτημα, μόνον παρὰ Βυζ.: ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῶν κατοικητηρίων τῶν θεῶν, ναός, σηκός, ἄδυτον, Σιμων. 180· τὸ κρυπτὸν ἀν. Σοφ. Ἀποσπ. 696· Θέτιδος εἰς ἀν. Εὐρ. Ἀνδρ. 43, πρβλ. 117, 1112, Ἴων 55, Ρῆσ. 516· τὸ ἱρὸν ἐν Ἐλευσῖνι ἀνάκτορον (ἔνθα τὸ ἱρὸν ἴσως εἶναι προσθήκη ἐπεξηγημ.) Ἡρόδ. 9. 65.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
temple d'un dieu ; palais.
Étymologie: ἀνάκτωρ.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 en sg. y plu. templo, santuario Θέτιδος εἰς ἀνάκτορον E.Andr.43, cf. 117, εἶμ' ἔσω δόμων ἐν οἷσι ναίω τῶνδ' ἀνακτόρων θεᾶς E.IT 66, τὸ ἐν Ἐλευσῖνι ἀνάκτορον Hdt.9.65, ἴτε Δήμητρος πρὸς ἀνάκτορον Antag.3.1, δεῖμε ... καλὸν ἀνάκτορον Call.Ap.77, ἀ. τοῖν θεοῖν Posidon.253.102, ὅπως ... ῥαίνωσι τὸ ἀνάκτορον Plu.Num.13
•en lit. crist. iglesia μυρία δ' αἰολόμορφον ἀνάκτορον ἐντὸς ἐέργει Paul.Sil.Soph.884, ἠνοίγη ἡμῖν τὰ ἀνάκτορα Gr.Nyss.Ep.1.12.
2 plu. palacio χρύσεα ... τάδ' ἀνάκτορα θῆκεν AP 9.657.
Greek Monotonic
ἀνάκτορον: τό, παλάτι, βασιλικός οίκος· λέγεται για θεούς, ναός, ιερό, σε Ηρόδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάκτορον: τό преимущ. pl. дворец, чертог, обычно Святилище, храм Soph., Eur., Her., Plut., Anth.