ὁριστής: Difference between revisions

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
m (Text replacement - " in pl." to " in plural")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' οῦ ὁ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 27: Line 27:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὁριστής:''' οῦ ὁ определяющий границы (οἱ κρατοῦντες ὁρισταὶ τοῖς ἥττοσι Dem.); у римлян = [[triumvir]] agris dividundis Plut.
|elrutext='''ὁριστής:''' οῦ ὁ [[определяющий границы]] (οἱ κρατοῦντες ὁρισταὶ τοῖς ἥττοσι Dem.); у римлян = [[triumvir]] agris dividundis Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὁριστής]], οῦ, ὁ, [[ὁρίζω]]<br /><b class="num">I.</b> one who marks the boundaries; in plural officers appointed to [[settle]] boundaries, Plut.<br /><b class="num">II.</b> one who determines, Dem.
|mdlsjtxt=[[ὁριστής]], οῦ, ὁ, [[ὁρίζω]]<br /><b class="num">I.</b> one who marks the boundaries; in plural officers appointed to [[settle]] boundaries, Plut.<br /><b class="num">II.</b> one who determines, Dem.
}}
}}

Revision as of 15:45, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁριστής Medium diacritics: ὁριστής Low diacritics: οριστής Capitals: ΟΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: horistḗs Transliteration B: horistēs Transliteration C: oristis Beta Code: o(risth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who marks the boundaries : in plural, officers appointed to settle boundaries, public or private, IG12.94.7, Hyp.Eux.16, Tab.Heracl.1.2, al., Plu.TG21; the chief being called γαμέτρας (γεωμέτρης), Tab.Heracl.1.187, cf. Poll.9.9, AB287. II one who determines, δικαίων D.15.29, cf. Hermog. Stat.8, Plot.5.1.5.

German (Pape)

[Seite 378] ὁ, der Begränzende, Gränzbestimmer, übh. der Etwas festsetzt, τῶν Ἑλλήνων δικαίων οἱ κρατοῦντες ὁρισταὶ τοῖς ἥττοσι γίγνονται, Dem. 15, 29; Sp. Nach B. A. 287 eine eigene ἀρχή, ἥτις ἀφώριζε τὰ ἴδια καὶ τὰ δημόσια οἰκοδομήματα πρὸς τὰ οἰκεῖα ἑκάστου μέτρα.

Greek (Liddell-Scott)

ὁριστής: -οῦ, ὁ, ὁ ὁρίζων διὰ σημείων τὰ ὅρια˙ ἐν τῷ πληθ., ὑπάλληλοι τεταγμένοι ὅπως θέτωσι σημεῖα εἰς τὰ ὅρια εἴτε δημόσια εἴτε ἰδιωτικά, Ὑπερείδης ὑπὲρ Εὐξεν. σ. 9, Schneidewin, Πλουτ. Τιβ. Γράκχ. 21, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. 5774. 2, 7, κ. ἀλλ.˙ ὁ πρῶτος αὐτῶν ἐκαλεῖτο γαμέτρας (γεωμέτρης) αὐτόθι 187˙ πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 9, Α. Β. 287, Franz εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 3. σ. 705. ΙΙ. ὁ ὁρίζων τι, ὁ ἀποφασίζων, τῶν δ’ Ἑλληνικῶν δικαίων οἱ κρατοῦντες ὁρισταὶ τοῖς ἥττοσι γίνονται Δημ. 199. 17.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui établit des règles.
Étymologie: ὁρίζω.

Greek Monolingual

ὁριστής, ὁ (ΑΜ) ορίζω
μσν.
ηγεμόνας, διοικητής
αρχ.
1. αυτός που καθορίζει τα όρια, τα σύνορα
2. (ιδίως στον πληθ.) οἱ ὁρισταί
υπάλληλοι εντεταλμένοι από την πολιτεία για τον καθορισμό τών συνόρων στα δημόσια ή ιδιωτικά κτήματα
3. αυτός που παίρνει αποφάσεις και διατάζει («τῶν δ' ἑλληνικῶν δικαίων οἱ κρατοῦν τες ὁρισταὶ τοῖς ἥττοσι γίνονται», Δημοσθ.).

Greek Monotonic

ὁριστής: -οῦ, ὁ (ὁρίζω),
I. αυτός που θέτει με σημάδια τα όρια· στον πληθ., αξιωματούχοι επιφορτισμένοι να καθορίζουν τα σύνορα, σε Πλούτ.
II. αυτός που αποφασίζει, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ὁριστής: οῦ ὁ определяющий границы (οἱ κρατοῦντες ὁρισταὶ τοῖς ἥττοσι Dem.); у римлян = triumvir agris dividundis Plut.

Middle Liddell

ὁριστής, οῦ, ὁ, ὁρίζω
I. one who marks the boundaries; in plural officers appointed to settle boundaries, Plut.
II. one who determines, Dem.