ἀριστολόχεια: Difference between revisions

From LSJ

ἄμπελον κόπτοντες τὴν περὶ τὸ ἱερὸν ἐσέβαλλον καὶ λίθους — → cutting down the vines 'round the sanctuary, they threw in rocks as well

Source
m (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aristolocheia
|Transliteration C=aristolocheia
|Beta Code=a)ristolo/xeia
|Beta Code=a)ristolo/xeia
|Definition=<br><span class="bld">A</span> [[ἀριστολοχία]] Thphr.HP9.20.4), ἡ, herb [[promoting child-birth]], [[birthwort]], [[Aristolochia]], Nic.Th.509,937; [[ἀριστολόχεια στρογγύλη]] = [[Aristolochia rotunda]], [[ἀριστολόχεια μακρά]] = [[Aristolochia longa]], [[ἀριστολόχεια κληματῖτις]] = [[Aristolochia clematitis]], Dsc.3.4; [[ἀριστολόχεια Κρητική]] = [[Aristolochia cretica]], Plin.HN25.95:—also [[ἀριστολόχιον]], τό, Hp.Nat.Mul.32 ([[si vera lectio|s.v.l.]]):
|Definition=<span class="bld">A</span> [[ἀριστολοχία]] Thphr.HP9.20.4), ἡ, herb [[promoting child-birth]], [[birthwort]], [[Aristolochia]], Nic.Th.509,937; [[ἀριστολόχεια στρογγύλη]] = [[Aristolochia rotunda]], [[ἀριστολόχεια μακρά]] = [[Aristolochia longa]], [[ἀριστολόχεια κληματῖτις]] = [[Aristolochia clematitis]], Dsc.3.4; [[ἀριστολόχεια Κρητική]] = [[Aristolochia cretica]], Plin.HN25.95:—also [[ἀριστολόχιον]], τό, Hp.Nat.Mul.32 ([[si vera lectio|s.v.l.]]):
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 09:10, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστολόχεια Medium diacritics: ἀριστολόχεια Low diacritics: αριστολόχεια Capitals: ΑΡΙΣΤΟΛΟΧΕΙΑ
Transliteration A: aristolócheia Transliteration B: aristolocheia Transliteration C: aristolocheia Beta Code: a)ristolo/xeia

English (LSJ)

A ἀριστολοχία Thphr.HP9.20.4), ἡ, herb promoting child-birth, birthwort, Aristolochia, Nic.Th.509,937; ἀριστολόχεια στρογγύλη = Aristolochia rotunda, ἀριστολόχεια μακρά = Aristolochia longa, ἀριστολόχεια κληματῖτις = Aristolochia clematitis, Dsc.3.4; ἀριστολόχεια Κρητική = Aristolochia cretica, Plin.HN25.95:—also ἀριστολόχιον, τό, Hp.Nat.Mul.32 (s.v.l.):

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστολόχεια: ἢ ἀριστολοχία, ἡ, βοτάνη διευκολύνουσα ἤ προκαλούσα τὸν τοκετόν, «ἀπὸ τοῦ δοκεῖν ἄριστα βοηθεῖν λοχείαις» (Διοσκ. 34)· «ἀμπελοκλαδόρριζα ἤ πικρόρριζα» νῦν κατὰ Sibth., Λατ. aristolochia, Νικ. Θ. 509, 937, Εὐστ. 887· ἀριστολοχία ἐν Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 20, 4: ― ἀριστολόχιον, τὸ Ἱππ. 572. 45.

Greek Monolingual

η (Α ἀριστολόχεια και -χία)
βοτάνι που διευκολύνει τον τοκετό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + λοχείατοκετός») < λοχεύω «τίκτω, γεννώ»].