λινόζωστις: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0049.png Seite 49]] ἡ, eine Pflanze, Bingelkraut; Arist. plant. 2, 6; Hippocr. u. A. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0049.png Seite 49]] ἡ, eine Pflanze, Bingelkraut; Arist. plant. 2, 6; Hippocr. u. A. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως <i>ou</i> ιδος (ἡ) :<br />mercuriale, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]], [[ζώννυμι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐνόζωστις''': (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. [[ἐνίοτε]] [[ἡμαρτημένως]], -ζῶστις), εως καὶ ιδος (ἀμφότερα παρὰ Γαλην.), Ἰων. ιος, ἡ, [[σκαρολάχανον]] ἢ σκαρόχορτον, Ἱππ. 653. 52., 1234D, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6. 10, Διοσκ. 4. 191. | |lstext='''λῐνόζωστις''': (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. [[ἐνίοτε]] [[ἡμαρτημένως]], -ζῶστις), εως καὶ ιδος (ἀμφότερα παρὰ Γαλην.), Ἰων. ιος, ἡ, [[σκαρολάχανον]] ἢ σκαρόχορτον, Ἱππ. 653. 52., 1234D, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6. 10, Διοσκ. 4. 191. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:20, 1 October 2022
English (LSJ)
(in codd. sometimes wrongly λῐνοζῶστις), εως (Gal.14.760, 19.128) and ιδος (Id.12.63, 19.96), Ion. ιος (Hp.Epid.7.92), ἡ, A mercury, Mercurialis annua, Hp.Mul.2.135, Epid.l. c., Dsc.4.189: dat. λινοζώστῳ v.l. in Aret.CA1.2. 2 λινόζωστις ἀγρία ἄρρην = dog's mercury, Mercurialis perennis, Ps.-Dsc.4.190.
German (Pape)
[Seite 49] ἡ, eine Pflanze, Bingelkraut; Arist. plant. 2, 6; Hippocr. u. A.
French (Bailly abrégé)
εως ou ιδος (ἡ) :
mercuriale, plante.
Étymologie: λίνον, ζώννυμι.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνόζωστις: (ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. ἐνίοτε ἡμαρτημένως, -ζῶστις), εως καὶ ιδος (ἀμφότερα παρὰ Γαλην.), Ἰων. ιος, ἡ, σκαρολάχανον ἢ σκαρόχορτον, Ἱππ. 653. 52., 1234D, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 6. 10, Διοσκ. 4. 191.
Greek Monolingual
ζώστις, -ώστεως και -ώστιδος και ιων. γεν. ώστιος, ἡ (Α) είδος φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -ζωστις (< ζώννυμι)].
Russian (Dvoretsky)
λῐνόζωστις: εως ἡ бот. пролеска (Mercurialis annua) Arst.