κάλλιον: Difference between revisions
ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1310.png Seite 1310]] neutr. von [[καλλίων]] (s. [[καλός]]); – τὸ [[κάλλιον]], nach B. A. 269 u. Poll. 8, 121 ein Gerichtshof in Athen; bei Phot. p. 126 κάλλειον. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1310.png Seite 1310]] neutr. von [[καλλίων]] (s. [[καλός]]); – τὸ [[κάλλιον]], nach B. A. 269 u. Poll. 8, 121 ein Gerichtshof in Athen; bei Phot. p. 126 κάλλειον. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>neutre de</i> [[καλλίων]], <i>Cp. de</i> [[καλός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάλλιον''': οὐδέτ. τοῦ [[καλλίων]], ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. καλὸς Γ. | |lstext='''κάλλιον''': οὐδέτ. τοῦ [[καλλίων]], ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. καλὸς Γ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 19:05, 1 October 2022
English (LSJ)
(A), neut. of καλλίων, used as adverb, v. sub καλός c.
(B), τό, precinct used as a Court at Athens, AB269, cf. Androt. ap. Poll.8.121 (Κάλλειον, fr. καλλίας, Phot.); at Cyzicus, apptly. a
A board or bench of magistrates, ἄρχων τοῦ καλλίου IGRom.4.153 (ii A. D.); cf. καλλιάζω, καλλιαρχέω.
German (Pape)
[Seite 1310] neutr. von καλλίων (s. καλός); – τὸ κάλλιον, nach B. A. 269 u. Poll. 8, 121 ein Gerichtshof in Athen; bei Phot. p. 126 κάλλειον.
French (Bailly abrégé)
neutre de καλλίων, Cp. de καλός.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλιον: οὐδέτ. τοῦ καλλίων, ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ., ἴδε ἐν λ. καλὸς Γ.
English (Autenrieth)
see κᾶλός.
Greek Monolingual
(I)
κάλλιον (AM)
1. (ουδ. συγκρ. βαθμού του επιθ. καλός) ωραιότερο ή καλύτερο
2. (ως επίρρ.) καλύτερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καλλίων.
(II)
κάλλιον, τὸ (Α)
(στην Αθήνα) τόπος που χρησίμευε ως δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.
ΠΑΡ. αρχ. καλλιάζω (II).
ΣΥΝΘ. αρχ. καλλιαρχώ].
Greek Monotonic
κάλλῑον: ουδ. του καλλίων, το οποίο χρησιμ. ως επίρρ., βλ. καλός Γ.
Russian (Dvoretsky)
κάλλιον: compar. n к καλός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάλλιον comp. n., van καλός.