ἀναπόδοτος: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich

Menander, Monostichoi, 341
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀναπόδοτος:''' не подлежащий возврату ([[δόσις]] Arst.).
|elrutext='''ἀναπόδοτος:''' [[не подлежащий возврату]] ([[δόσις]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 14:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓νᾰπόδοτος Medium diacritics: ἀναπόδοτος Low diacritics: αναπόδοτος Capitals: ΑΝΑΠΟΔΟΤΟΣ
Transliteration A: anapódotos Transliteration B: anapodotos Transliteration C: anapodotos Beta Code: a)napo/dotos

English (LSJ)

ον, A not given back, not returned, ἀναπόδοτος δόσιςδωρεά Arist. Top.125a18; ἀργύριον ἀναπόδοτον δόντα not to be repaid, CIG(add.) 4278k (Xanthus), cf. 4300o (Limyra), PTeb.105.20 (ii B. C.), PRyl.171.16 (i A. D.); σῖτον Inscr.Prien.108.58. II τὸ ἀναπόδοτον = ἀνανταπόδοτον, Sch.Ar.Av.7, cf. Simp.in Ph.45.11.

German (Pape)

[Seite 203] nicht wieder zu erstatten, ohne Entgelt. Bei Gramm. τὸ ἀν., = ἀνανταπόδοτον, s. Schol. Ar. Av. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόδοτος: -ον, ὁ μὴ ἀνταποδιδόμενος, ἡ δωρεὰ δόσις ἐστὶν ἀναπόδοτος Ἀριστ. Τοπ. 4. 4. 11· ἀργύριον ἀν. δόντα, ὅπερ νὰ μὴ ἀποδοθῇ, Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθ.) 4278Κ, πρβλ. 4300ο. ΙΙ. τὸ ἀναπόδοτον = ἀνανταπόδοτον, Schäf. Γρηγόρ. Κορίνθου σ. 48, 958.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no pagado, no devuelto, ἀπό δοσιν ... ἣν ... μέχρι νῦν ἀναπόδοτον εἶ[ν] αι SB 5761.13 (I d.C.).
2 que no hay que pagar o devolver ἡ δωρεὰ δόσις ἐστὶν ἀναπόδοτος Arist.Top.125a18, ἀργύριον TAM 2.539.4 (Arsada), cf. CIG 4300 o (Limira), PTeb.105.20 (II d.C.), PRyl.171.16 (I d.C.), (δραχμάς) ἀναποδότους εἰς λόγον δαπανῶν PLond.932.4, 13 (III d.C.), σῖτος IPr.108.58.
II gram. sin apódosis Sch.Ar.Au.7, cf. Simp.in Ph.45.11.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἀναπόδοτος, -ον) ἀποδίδωμι
αυτός που δεν δόθηκε πίσω, δεν επιστράφηκε, ο ανεπίστρεπτος
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αναπόδοτο(ν) ή ανανταπόδοτο(ν) ή ανακόλουθο(ν) σχήμα
βλ. ανανταπόδοτος
νεοελλ.
αυτός που δεν μπορεί να αποδοθεί ή να διατυπωθεί με κατάλληλες φράσεις, ο αμετάφραστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀναπόδοτος: не подлежащий возврату (δόσις Arst.).