ἐνοπλίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)nopli/zw
|Beta Code=e)nopli/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[adapt to]]... ὠλέναις πλάτην Lyc.205. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Med., [[arm oneself]], <span class="bibl">Ath.1.16a</span>:—Pass., pf. part. -ωπλισμένος [[armed]], Aq.<span class="title">Ex.</span> 13.18.</span>
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[adapt to]]... ὠλέναις πλάτην Lyc.205. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Med., [[arm oneself]], <span class="bibl">Ath.1.16a</span>:—Pass., pf. part. -ωπλισμένος [[armed]], Aq.<span class="title">Ex.</span> 13.18.</span>
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[armar con]], [[tomar como arma]] c. ac. de obj. int. στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην Lyc.205<br /><b class="num">•</b>[[armar]] c. ac. de la parte εὔοπλος ἀνὴρ ... ἐνοπλίσει αὐτὸν (τὸν πόδα) Hippol.<i>Fr.in Gen</i>.71.<br /><b class="num">2</b> intr., en v. med. [[vestirse las armas]], [[armarse]] πρὸς τὸν ἐνόπλιον ῥυθμὸν αὐλούμενοι καὶ ἐνωπλίσαντο καὶ ὠρχήσαντο Ath.16a<br /><b class="num">•</b>part. perf. pas. [[armado]], [[preparado para el combate]] ἐνωπλισμένοι εἰς παράταξιν [[LXX]] <i>Nu</i>.31.5, cf. 32.29, Aq.<i>Ex</i>.13.18, οἱ μάχιμοι παραπορευέσθωσαν ἐνωπλισμένοι ἐναντίον κυρίου [[LXX]] <i>Io</i>.6.7, ἐνωπλισμένον ἄγγελον Ph.1.145<br /><b class="num">•</b>como sinón. de [[estar en campaña]], [[guerrear]] ἐν αὐτῇ γὰρ (χειμῶνος ὥρᾳ) οὔτε ἐνοπλίζονται οὔτε γεωργοῦσι Lyd.<i>Mens</i>.4.158.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνοπλίζω''': [[προσαρμόζω]] εἰς, στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην, «τὴν ἰσχυρὰν κώπην ἐνοπλίσουσι ταῖς χερσίν, ἀντιστρόφως δὲ εἶπεν, ἀντὶ τοῦ τὰς χεῖρας ἐνοπλίσουσι ταῖς στερραῖς κώπαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 205.
|lstext='''ἐνοπλίζω''': [[προσαρμόζω]] εἰς, στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην, «τὴν ἰσχυρὰν κώπην ἐνοπλίσουσι ταῖς χερσίν, ἀντιστρόφως δὲ εἶπεν, ἀντὶ τοῦ τὰς χεῖρας ἐνοπλίσουσι ταῖς στερραῖς κώπαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 205.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> tr. [[armar con]], [[tomar como arma]] c. ac. de obj. int. στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην Lyc.205<br /><b class="num">•</b>[[armar]] c. ac. de la parte εὔοπλος ἀνὴρ ... ἐνοπλίσει αὐτὸν (τὸν πόδα) Hippol.<i>Fr.in Gen</i>.71.<br /><b class="num">2</b> intr., en v. med. [[vestirse las armas]], [[armarse]] πρὸς τὸν ἐνόπλιον ῥυθμὸν αὐλούμενοι καὶ ἐνωπλίσαντο καὶ ὠρχήσαντο Ath.16a<br /><b class="num">•</b>part. perf. pas. [[armado]], [[preparado para el combate]] ἐνωπλισμένοι εἰς παράταξιν [[LXX]] <i>Nu</i>.31.5, cf. 32.29, Aq.<i>Ex</i>.13.18, οἱ μάχιμοι παραπορευέσθωσαν ἐνωπλισμένοι ἐναντίον κυρίου [[LXX]] <i>Io</i>.6.7, ἐνωπλισμένον ἄγγελον Ph.1.145<br /><b class="num">•</b>como sinón. de [[estar en campaña]], [[guerrear]] ἐν αὐτῇ γὰρ (χειμῶνος ὥρᾳ) οὔτε ἐνοπλίζονται οὔτε γεωργοῦσι Lyd.<i>Mens</i>.4.158.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐνοπλίζω]] (Α) [[ένοπλος]]<br /><b>1.</b> [[προσαρμόζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> εξοπλίζομαι, [[οπλίζω]] τον εαυτό μου.
|mltxt=[[ἐνοπλίζω]] (Α) [[ένοπλος]]<br /><b>1.</b> [[προσαρμόζω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> εξοπλίζομαι, [[οπλίζω]] τον εαυτό μου.
}}
}}

Revision as of 15:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνοπλίζω Medium diacritics: ἐνοπλίζω Low diacritics: ενοπλίζω Capitals: ΕΝΟΠΛΙΖΩ
Transliteration A: enoplízō Transliteration B: enoplizō Transliteration C: enoplizo Beta Code: e)nopli/zw

English (LSJ)

A adapt to... ὠλέναις πλάτην Lyc.205. II Med., arm oneself, Ath.1.16a:—Pass., pf. part. -ωπλισμένος armed, Aq.Ex. 13.18.

Spanish (DGE)

1 tr. armar con, tomar como arma c. ac. de obj. int. στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην Lyc.205
armar c. ac. de la parte εὔοπλος ἀνὴρ ... ἐνοπλίσει αὐτὸν (τὸν πόδα) Hippol.Fr.in Gen.71.
2 intr., en v. med. vestirse las armas, armarse πρὸς τὸν ἐνόπλιον ῥυθμὸν αὐλούμενοι καὶ ἐνωπλίσαντο καὶ ὠρχήσαντο Ath.16a
part. perf. pas. armado, preparado para el combate ἐνωπλισμένοι εἰς παράταξιν LXX Nu.31.5, cf. 32.29, Aq.Ex.13.18, οἱ μάχιμοι παραπορευέσθωσαν ἐνωπλισμένοι ἐναντίον κυρίου LXX Io.6.7, ἐνωπλισμένον ἄγγελον Ph.1.145
como sinón. de estar en campaña, guerrear ἐν αὐτῇ γὰρ (χειμῶνος ὥρᾳ) οὔτε ἐνοπλίζονται οὔτε γεωργοῦσι Lyd.Mens.4.158.

German (Pape)

[Seite 849] ausrüsten, bewaffnen; Lycophr. 205; LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοπλίζω: προσαρμόζω εἰς, στερρὰν ἐνοπλίσουσιν ὠλέναις πλάτην, «τὴν ἰσχυρὰν κώπην ἐνοπλίσουσι ταῖς χερσίν, ἀντιστρόφως δὲ εἶπεν, ἀντὶ τοῦ τὰς χεῖρας ἐνοπλίσουσι ταῖς στερραῖς κώπαις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 205.

Greek Monolingual

ἐνοπλίζω (Α) ένοπλος
1. προσαρμόζω
2. μέσ. εξοπλίζομαι, οπλίζω τον εαυτό μου.