ταρβόσυνος: Difference between revisions
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1071.png Seite 1071]] erschrocken, furchtsam, [[φόβος]], Aesch. Spt. 222. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1071.png Seite 1071]] erschrocken, furchtsam, [[φόβος]], Aesch. Spt. 222. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />effrayé, épouvanté.<br />'''Étymologie:''' [[τάρβος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταρβόσυνος''': -η, -ον, [[τάρβος]] ἐμποιῶν, [[δεινός]], [[τρομερός]], ταρβ. [[φόβος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 240. | |lstext='''ταρβόσυνος''': -η, -ον, [[τάρβος]] ἐμποιῶν, [[δεινός]], [[τρομερός]], ταρβ. [[φόβος]] Αἰσχύλ. Θήβ. 240. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:45, 2 October 2022
English (LSJ)
η, ον, affrighted or affrighting, φόβος A.Th. 240 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1071] erschrocken, furchtsam, φόβος, Aesch. Spt. 222.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
effrayé, épouvanté.
Étymologie: τάρβος.
Greek (Liddell-Scott)
ταρβόσυνος: -η, -ον, τάρβος ἐμποιῶν, δεινός, τρομερός, ταρβ. φόβος Αἰσχύλ. Θήβ. 240.
Greek Monolingual
-ύνη, -ον, Α
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που προκαλεί φόβο, φοβερός, τρομακτικός
2. αυτός που κατέχεται από φόβο, ο φοβισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματ. από το ουσ. ταρβοσύνη (πρβλ. γηθοσύνη: γηθόσυνος)].
Greek Monotonic
ταρβόσυνος: -η, -ον, τρομερός, δεινός, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ταρβόσῠνος: устрашенный, охваченный страхом: ταρβόσυνος φόβος Aesch. паническое бегство.