κάθεξις: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] ἡ, das Zurückhalten, Behaupten; τῆς ἀρχῆς Thuc. 3, 47; τοῦ πνεύματος, das Anhalten des Athems, Arist. de somn. 2 E.; τῶν ἐπιθυμιῶν Plut. Num. 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1283.png Seite 1283]] ἡ, das Zurückhalten, Behaupten; τῆς ἀρχῆς Thuc. 3, 47; τοῦ πνεύματος, das Anhalten des Athems, Arist. de somn. 2 E.; τῶν ἐπιθυμιῶν Plut. Num. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de retenir, de conserver.<br />'''Étymologie:''' [[κατέχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάθεξις''': -εως, ἡ, ([[κατέχω]]) [[κατοχή]], [[κράτησις]], τῆς ἀρχῆς Θουκ. 3. 47· ἐν μνήμῃ καὶ καθέξει Πλούτ. 2. 968C. 2) τὸ κρατεῖν τι [[ἐντός]], [[περιορισμός]], [[ἀναχαίτισις]], τοῦ πνεύματος Ἀριστ. π. Ὕπν. 2, 17· τοῦ θυμοῦ, τῆς ἐπιθυμίας ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Εὐδ. 2. 7, 8. | |lstext='''κάθεξις''': -εως, ἡ, ([[κατέχω]]) [[κατοχή]], [[κράτησις]], τῆς ἀρχῆς Θουκ. 3. 47· ἐν μνήμῃ καὶ καθέξει Πλούτ. 2. 968C. 2) τὸ κρατεῖν τι [[ἐντός]], [[περιορισμός]], [[ἀναχαίτισις]], τοῦ πνεύματος Ἀριστ. π. Ὕπν. 2, 17· τοῦ θυμοῦ, τῆς ἐπιθυμίας ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Εὐδ. 2. 7, 8. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:30, 1 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, (κατέχω) A holding, retention, τῆς ἀρχῆς Th.3.47; ἐν μνήμῃ καὶ καθέξει Plu.2.968c; possession, Plot.6.1.23. 2 holding in, restraining, τοῦ πνεύματος Arist.Somn.Vig.456a16; (θυμοῦ) Id.EE 1223b20. 3 retentive power, of the bladder, Aret.CA1.4.
German (Pape)
[Seite 1283] ἡ, das Zurückhalten, Behaupten; τῆς ἀρχῆς Thuc. 3, 47; τοῦ πνεύματος, das Anhalten des Athems, Arist. de somn. 2 E.; τῶν ἐπιθυμιῶν Plut. Num. 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de retenir, de conserver.
Étymologie: κατέχω.
Greek (Liddell-Scott)
κάθεξις: -εως, ἡ, (κατέχω) κατοχή, κράτησις, τῆς ἀρχῆς Θουκ. 3. 47· ἐν μνήμῃ καὶ καθέξει Πλούτ. 2. 968C. 2) τὸ κρατεῖν τι ἐντός, περιορισμός, ἀναχαίτισις, τοῦ πνεύματος Ἀριστ. π. Ὕπν. 2, 17· τοῦ θυμοῦ, τῆς ἐπιθυμίας ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Εὐδ. 2. 7, 8.
Greek Monotonic
κάθεξις: -εως, ἡ (κατέχω), κατοχή, συγκράτηση, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάθεξις -εως, ἡ instandhouding, het vasthouden. het inhouden, tegenhouden:. ἡ τοῦ πνεύματος κάθεξις het inhouden van de adem Aristot. Pol. 1336a 38.
Russian (Dvoretsky)
κάθεξις: εως (ᾰ) ἡ
1) удерж(ив)ание, сохранение (τῆς ἀρχῆς Thuc.; μνήμη καὶ κ. Plut.);
2) задерживание, задержка (τοῦ πνεύματος Arst.);
3) сдерживание, подавление (τοῦ θυμοῦ Arst.).