σύντασις: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1033.png Seite 1033]] ἡ, Spannung, Anstrengung, καὶ ἡ [[σπουδή]] Plat. Conv. 206 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1033.png Seite 1033]] ἡ, Spannung, Anstrengung, καὶ ἡ [[σπουδή]] Plat. Conv. 206 b. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύντασις -εως, ἡ [συντείνω] spanning. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύντᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[натяжение]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[стягивание]], [[сморщивание]] (προσώπου Plut.);<br /><b class="num">3)</b> [[напряжение]], [[усиление]] (ἡ σπουδὴ καὶ ἡ σ. Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αττ. τ. ξύντασις, -άσεως, ἡ, Α [[συντείνω]]<br /><b>1.</b> [[διάταση]], [[τέντωμα]] («καὶ ὑποχονδρίου ξύντασις μετ' ὀδύνης γίγνεται», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> έντονη [[προσπάθεια]] («τῇ τῆς ψυχῆς συντάσσει», Δίων Κάσσ.). | |mltxt=και αττ. τ. ξύντασις, -άσεως, ἡ, Α [[συντείνω]]<br /><b>1.</b> [[διάταση]], [[τέντωμα]] («καὶ ὑποχονδρίου ξύντασις μετ' ὀδύνης γίγνεται», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> έντονη [[προσπάθεια]] («τῇ τῆς ψυχῆς συντάσσει», Δίων Κάσσ.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A tension, rigidity, ὑποχονδρίου Hp.Epid.1.12, cf. 1.26.β, 2.3.6, Arist.Pr.879b17, Sor.2.17, Gal.6.198, 15.609. 2 vehement effort, exertion, Pl.Smp.206b, Phlb.46d.
German (Pape)
[Seite 1033] ἡ, Spannung, Anstrengung, καὶ ἡ σπουδή Plat. Conv. 206 b.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύντασις -εως, ἡ [συντείνω] spanning.
Russian (Dvoretsky)
σύντᾰσις: εως ἡ
1) натяжение Arst.;
2) стягивание, сморщивание (προσώπου Plut.);
3) напряжение, усиление (ἡ σπουδὴ καὶ ἡ σ. Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
σύντᾰσις: ἡ, τὸ ὁμοῦ ἐντείνεσθαι, ἔντασις, Λατιν. contentio, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 969, Ἀριστ. Προβλ. 4. 26, 4. 2) σφοδρὰ προσπάθεια, ἔντασις ἰσχυρὰ τῶν δυνάμεων, προσπάθεια, Πλάτ. Συμπ. 206Β, Φίληβ. 46D. ΙΙ. διαστολή, διάστασις, τέντωμα, καὶ ὑποχονδρίου ξύντασις μετ’ ὀδύνης γίγνεται Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 948 περὶ τὸ τέλος.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξύντασις, -άσεως, ἡ, Α συντείνω
1. διάταση, τέντωμα («καὶ ὑποχονδρίου ξύντασις μετ' ὀδύνης γίγνεται», Ιπποκρ.)
2. έντονη προσπάθεια («τῇ τῆς ψυχῆς συντάσσει», Δίων Κάσσ.).