ἀνερεύνητος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $3, $4 $5")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνερεύνητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неисследованный]] (ἀνερεύνητα λέγειν Plat.; ἀνερεύνητον παραλιπεῖν τι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> не поддающийся исследованию, непостижимый, таинственный (ὀνόματα Plat.): ἀνερεύνητα ([[varia lectio|v.l.]] ἀνερμήνευτα) δυσθυμεῖσθαι Eur. ломать себе голову над тайнами.
|elrutext='''ἀνερεύνητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неисследованный]] (ἀνερεύνητα λέγειν Plat.; ἀνερεύνητον παραλιπεῖν τι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[не поддающийся исследованию]], [[непостижимый]], [[таинственный]] (ὀνόματα Plat.): ἀνερεύνητα ([[varia lectio|v.l.]] ἀνερμήνευτα) δυσθυμεῖσθαι Eur. ломать себе голову над тайнами.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:10, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνερεύνητος Medium diacritics: ἀνερεύνητος Low diacritics: ανερεύνητος Capitals: ΑΝΕΡΕΥΝΗΤΟΣ
Transliteration A: anereúnētos Transliteration B: anereunētos Transliteration C: anereynitos Beta Code: a)nereu/nhtos

English (LSJ)

ον, A not investigated, Pl.Hp.Ma.298c; ἀ. παραλιπεῖν τι Arist.EN1181b12. 2 that cannot be searched or found out, v.l. in Pl.Cra.421d; ἀνερεύνητα δυσθυμεῖσθαι harass oneself about inscrutable things, f.l. in E.Ion255.

German (Pape)

[Seite 226] unerforscht, Eur. Ion. 255; Plat. Hipp. mai. 298 c; unerforschlich, όνόματα Crat. 421 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερεύνητος: -ον, ὁ μὴ ἀνερευνηθείς, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298C· ἀν. παραλιπεῖν τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 22. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀνερευνήσῃ ἢ νὰ ἀνεύρῃ, Πλάτ. Κρατ. 421D: ἀνερεύνητα δυσθυμεῖσθαι, ἀθυμῶ, βασανίζομαι περὶ ἀνερευνήτων, ἀνεξιχνιάστων πραγμάτων, Εὐρ. Ἴων 255.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non exploré.
Étymologie: , ἐρευνάω.

Spanish (DGE)

-ον
no investigado ἀνερεύνητα ὄντα ... λέγειν Pl.Hp.Ma.298c, τὸ περὶ τῆς νομοθεσίας Arist.EN 1181b12
no explorado ὠκεανός Peripl.M.Rubri 18.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνερεύνητος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ερευνηθεί, ανεξέταστος, ανεξιχνίαστος.

Greek Monotonic

ἀνερεύνητος: -ον (ἐρευνάω),
1. αυτός που δεν έχει ερευνηθεί, σε Πλάτ.
2. αυτός που δεν μπορεί να εντοπισθεί, ανεξιχνίαστος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνερεύνητος:
1) неисследованный (ἀνερεύνητα λέγειν Plat.; ἀνερεύνητον παραλιπεῖν τι Arst.);
2) не поддающийся исследованию, непостижимый, таинственный (ὀνόματα Plat.): ἀνερεύνητα (v.l. ἀνερμήνευτα) δυσθυμεῖσθαι Eur. ломать себе голову над тайнами.

Middle Liddell

ἐρευνάω
1. not investigated, Plat.
2. that cannot be found out, inscrutable, Eur.

English (Woodhouse)

hard to fathom, unsearched

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)