λιθόβλητος: Difference between revisions
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0044.png Seite 44]] mit Steinen geworfen, mit Steinen besetzt; κεκρύφαλα, Paul. Sil. 17 V, 270), vgl. [[λιθοκόλλητος]]; καρύη, παισὶ λιθοβλήτου [[παίγνιον]] εὐστοχίης, Plat. ep. 20 (IX, 3), ein Spiel des glücklichen Steinwurfes. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0044.png Seite 44]] mit Steinen geworfen, mit Steinen besetzt; κεκρύφαλα, Paul. Sil. 17 V, 270), vgl. [[λιθοκόλλητος]]; καρύη, παισὶ λιθοβλήτου [[παίγνιον]] εὐστοχίης, Plat. ep. 20 (IX, 3), ein Spiel des glücklichen Steinwurfes. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> parsemé de pierreries;<br /><b>2</b> qui attaque à coups de pierres ; qui consiste en un jet de pierres.<br />'''Étymologie:''' [[λίθος]], [[βάλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λῐθόβλητος''': -ον, λιθοβόλητος, καρύην... παισὶ λιθοβλήτου [[παίγνιον]] εὐστοχίης Ἀνθ. Π. 9. 3· λ. [[νιφετός]], βροχὴ λίθων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 59· [[ὡσαύτως]] λιθοβλής, ὁ, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 246. ΙΙ. [[λιθοκόλλητος]], κεκοσμημένος μὲ λίθους, κεκρύφαλον Ἀνθ. Π. 5. 270. | |lstext='''λῐθόβλητος''': -ον, λιθοβόλητος, καρύην... παισὶ λιθοβλήτου [[παίγνιον]] εὐστοχίης Ἀνθ. Π. 9. 3· λ. [[νιφετός]], βροχὴ λίθων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 59· [[ὡσαύτως]] λιθοβλής, ὁ, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 246. ΙΙ. [[λιθοκόλλητος]], κεκοσμημένος μὲ λίθους, κεκρύφαλον Ἀνθ. Π. 5. 270. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:55, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A stone-throwing, pelting, εὐστοχίη AP9.3. II set with stones, κεκρύφαλα ib.5.269 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 44] mit Steinen geworfen, mit Steinen besetzt; κεκρύφαλα, Paul. Sil. 17 V, 270), vgl. λιθοκόλλητος; καρύη, παισὶ λιθοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης, Plat. ep. 20 (IX, 3), ein Spiel des glücklichen Steinwurfes.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 parsemé de pierreries;
2 qui attaque à coups de pierres ; qui consiste en un jet de pierres.
Étymologie: λίθος, βάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθόβλητος: -ον, λιθοβόλητος, καρύην... παισὶ λιθοβλήτου παίγνιον εὐστοχίης Ἀνθ. Π. 9. 3· λ. νιφετός, βροχὴ λίθων, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. η΄, 59· ὡσαύτως λιθοβλής, ὁ, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 246. ΙΙ. λιθοκόλλητος, κεκοσμημένος μὲ λίθους, κεκρύφαλον Ἀνθ. Π. 5. 270.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM λιθόβλητος, -ον) λιθοβολώ
νεοελλ.
αυτός που λιθοβολήθηκε
μσν.
διακοσμημένος με λίθους
αρχ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λιθοβολία.
Greek Monotonic
λῐθόβλητος: -ον, I. λιθοβολημένος, σε Ανθ.
II. διακοσμημένος με πέτρες, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
λῐθόβλητος: λίθος + βάλλω
1) усаженный (драгоценными) камнями (κεκρύφαλος Anth.);
2) мечущий камни, метательный (εὐστοχίη Anth.).
Middle Liddell
λῐθό-βλητος, ον
I. stone-throwing, pelting, Anth.
II. set with stones, Anth.