προσοικέω: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0774.png Seite 774]] 1) dabei wohnen; αὐτήν, bei der Stadt, Thuc. 1, 24; τινὶ ὅμοροι, Isocr. 4, 70, τῶν ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ προσοικούντων, Plat. Tim. 22 d; Sp. – 2) trans., daneben bewohnen, γῆν ἐνεργὸν καὶ προσοικουμένην, Plut. fac. orb. lun. 25. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0774.png Seite 774]] 1) dabei wohnen; αὐτήν, bei der Stadt, Thuc. 1, 24; τινὶ ὅμοροι, Isocr. 4, 70, τῶν ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ προσοικούντων, Plat. Tim. 22 d; Sp. – 2) trans., daneben bewohnen, γῆν ἐνεργὸν καὶ προσοικουμένην, Plut. fac. orb. lun. 25. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />habiter auprès de, dat. <i>ou</i> acc. ; <i>Pass.</i> être habité, peuplé.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[οἰκέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσοικέω''': κατοικῶ πλησίον, οἱ προσοικοῦντες, αἱ γειτονικαὶ φυλαί, γείτονες λαοί, Ἰσοκρ. 125Β· πρ. πόλεσι Ξεν. Πόροι 1, 8· πρ. θαλάττῃ, ἐπὶ [[πόλεων]], [[κεῖμαι]] πλησίον, συνορεύω, Πλάτ. Τίμ. 22D. 2) μετ’ αἰτ., κατοικῶ ἐντὸς ἢ πλησίον, Ἐπίδαμνον Θουκ. 1. 24· λίμνας καὶ ἕλη Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 7. ΙΙ. Παθ., τοποθετοῦμαι ἔν τινι τόπῳ ἢ πλησίον κατοικίζομαι, τῇ πόλει Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 3· εἶμαι ἐσχετισμένος, ἡνωμένος, συνηνωμένος, συνδεδεμένος μετά τινος, τῷ σώματι Ἀλέξ. Ἀφρ. 2. 67. 2) ἐπὶ τόπου, εἶμαι κατῳκημένος, Πλούτ. 2. 938D. | |lstext='''προσοικέω''': κατοικῶ πλησίον, οἱ προσοικοῦντες, αἱ γειτονικαὶ φυλαί, γείτονες λαοί, Ἰσοκρ. 125Β· πρ. πόλεσι Ξεν. Πόροι 1, 8· πρ. θαλάττῃ, ἐπὶ [[πόλεων]], [[κεῖμαι]] πλησίον, συνορεύω, Πλάτ. Τίμ. 22D. 2) μετ’ αἰτ., κατοικῶ ἐντὸς ἢ πλησίον, Ἐπίδαμνον Θουκ. 1. 24· λίμνας καὶ ἕλη Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 7. ΙΙ. Παθ., τοποθετοῦμαι ἔν τινι τόπῳ ἢ πλησίον κατοικίζομαι, τῇ πόλει Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 3· εἶμαι ἐσχετισμένος, ἡνωμένος, συνηνωμένος, συνδεδεμένος μετά τινος, τῷ σώματι Ἀλέξ. Ἀφρ. 2. 67. 2) ἐπὶ τόπου, εἶμαι κατῳκημένος, Πλούτ. 2. 938D. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 08:40, 2 October 2022
English (LSJ)
A dwell by or near, οἱ προσοικοῦντες neighbouring tribes, Isoc.6.46; πόλεσι βάρβαροι -οικοῦντες X.Vect.1.8; ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ, of towns, lie by or near, Pl.Ti.22d:— also Pass., τῇ πόλει -ῳκημένοι J.BJ4.4.3. b π. πρὸς τῷ τοίχῳ has his house abutting on the wall, OGI 483.105 (Pergam.). 2 c. acc., dwell in or near, (Ἐπίδαμνον) Th. 1.24; λίμνας καὶ ἕλη Arist.Pol.1256a37. II Pass., of a place, to be inhabited, Plu.2.938d.
German (Pape)
[Seite 774] 1) dabei wohnen; αὐτήν, bei der Stadt, Thuc. 1, 24; τινὶ ὅμοροι, Isocr. 4, 70, τῶν ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ προσοικούντων, Plat. Tim. 22 d; Sp. – 2) trans., daneben bewohnen, γῆν ἐνεργὸν καὶ προσοικουμένην, Plut. fac. orb. lun. 25.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
habiter auprès de, dat. ou acc. ; Pass. être habité, peuplé.
Étymologie: πρός, οἰκέω.
Greek (Liddell-Scott)
προσοικέω: κατοικῶ πλησίον, οἱ προσοικοῦντες, αἱ γειτονικαὶ φυλαί, γείτονες λαοί, Ἰσοκρ. 125Β· πρ. πόλεσι Ξεν. Πόροι 1, 8· πρ. θαλάττῃ, ἐπὶ πόλεων, κεῖμαι πλησίον, συνορεύω, Πλάτ. Τίμ. 22D. 2) μετ’ αἰτ., κατοικῶ ἐντὸς ἢ πλησίον, Ἐπίδαμνον Θουκ. 1. 24· λίμνας καὶ ἕλη Ἀριστ. Πολιτ. 1. 8, 7. ΙΙ. Παθ., τοποθετοῦμαι ἔν τινι τόπῳ ἢ πλησίον κατοικίζομαι, τῇ πόλει Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 3· εἶμαι ἐσχετισμένος, ἡνωμένος, συνηνωμένος, συνδεδεμένος μετά τινος, τῷ σώματι Ἀλέξ. Ἀφρ. 2. 67. 2) ἐπὶ τόπου, εἶμαι κατῳκημένος, Πλούτ. 2. 938D.
Greek Monotonic
προσοικέω: μέλ. -ήσω,
1. κατοικώ πλησίον ή κοντά, τινί, σε Ξεν.· απόλ., οἱ προσοικοῦντες, γειτονικές φυλές, γειτονικοί λαοί, σε Ισοκρ.
2. με αιτ., κατοικώ εντός ή κοντά, Ἐπίδαμνον, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
προσοικέω:
1) жить рядом, обитать по соседству (πόλεσι Xen.; Ἐπίδαμνον Thuc.);
2) находиться рядом, быть расположенным по соседству (ποταμοῖς καὶ θαλάττῃ Plat.);
3) населять (γῆ προσοικουμένη Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσοικέω [πρόσοικος] wonen bij, met dat. of acc.
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to dwell by or near, τινί Xen.: absol., οἱ προσοικοῦντες neighbouring tribes, Isocr.
2. c. acc. to dwell in or near, Ἐπίδαμνον Thuc.