καταξέω: Difference between revisions
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταξέω:''' (fut. καταξέσω)<br /><b class="num">1)</b> [[тщательно выскабливать]], [[шлифовать]], [[полировать]] (τὰ κέρατα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> покрывать резьбой (θόλοι κατεξεσμένοι Arst.). | |elrutext='''καταξέω:''' (fut. καταξέσω)<br /><b class="num">1)</b> [[тщательно выскабливать]], [[шлифовать]], [[полировать]] (τὰ κέρατα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[покрывать резьбой]] (θόλοι κατεξεσμένοι Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 19 August 2022
English (LSJ)
A polish smooth, τοὺς ὀρθοστάτας -ξοῦντι IG12.374.221, cf. 12(2).10.22 (Mytil.); λίθον Milet.7.59:—Pass., κατεξέσθη τὸ ὑπέρθυρον Haussoullier Miletp.163, cf. Plu.2.953b: metaph., of style, τῇ λέξει -εξεσμένον Ps.-Plu.Vit.Hom.72. II carve, in Pass., Arist.Mir.838b15.
German (Pape)
[Seite 1367] (s. ξέω), zerkratzen, zerschaben, abschaben, ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ Plut. de prim. frigid. 17; übh. = καταξαίνω, zerreißen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καταξέω: μέλλ. -ξέσω, ξέω πολύ, καλῶς στιλβώνω (ἐν τῇ τέχνῃ), ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ Πλούτ. 2. 953Β. 2) = καταξαίνω 2, ξεσχίζω, σπαράσσω, σιδηροῖς ὄνυξι τὰς πλευρὰς κ. Ἐκκλ. ΙΙ. κοσμῶ, δι’ ἀναγλύφων, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 104.
French (Bailly abrégé)
polir en grattant.
Étymologie: κατά, ξέω.
Greek Monolingual
καταξέω (AM)
τραυματίζω ψυχικά, πληγώνω
αρχ.
1. στιλβώνω καλά, γυαλίζω καλά («ὅταν δὲ πρισθῇ καὶ καταξεσθῇ τὰ κέρατα, γίνεται διαφανῆ», Πλούτ.)
2. (μτφ. για ύφος) επιμελούμαι, καλλωπίζω
3. γλύφω, σκαλίζω, χαράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ξέω «χαράζω» αλλά και «στιλβώνω» και «δέρνω, μαστιγώνω»].
Russian (Dvoretsky)
καταξέω: (fut. καταξέσω)
1) тщательно выскабливать, шлифовать, полировать (τὰ κέρατα Plut.);
2) покрывать резьбой (θόλοι κατεξεσμένοι Arst.).