ὑποκλίνομαι: Difference between revisions
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)" to "$3$1$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑποκλίνομαι:''' (ῑ)<br /><b class="num">1)</b> [[ложиться снизу]]: ὑ. τινι Hom., Anth. ложиться подо что-л. или в тени чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[обвисать]], [[становиться дряблым]] (μαζὸς ὑπεκλίνθη Anth.). | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑποκλίνομαι''': [ῑ], Παθ. κλίνομαι, [[πλαγιάζω]] [[ὑποκάτω]] τινός, [[μετὰ]] δοτ. σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Ὀδ. Ε. 463, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 9. 71, κλπ.˙ Βάκχῳ ὑποκλινθεῖσα = ὑποδμηθεῖσα Ὀρφ. Ἀργον. 196˙ μαζὸς ὑπεκλίνθη, κρέμαται πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐπὶ γυναικὸς ῥικνώδους [[ἕνεκα]] γήρατος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 273˙ ἐπὶ ἀστέρων, βαίνω πρὸς τὴν δύσιν, «ἀστέρες ὑποκλινόμενοι» Ρήτορες (Walz) 1. 512. 2) [[ὑποκύπτω]], εἴ νύ κε παῦροι ἐόντες ὑποκλίνθητε φάλαγγι ἡμετέρῃ, [[τότε]]... Ὀρφ. Ἀργ. 851˙ - τὸ ἐνεργ., ὑποκλ. τινὰ παρὰ Γρηγ. τῷ Ναζ. τ. 1, σ. 328C. | |lstext='''ὑποκλίνομαι''': [ῑ], Παθ. κλίνομαι, [[πλαγιάζω]] [[ὑποκάτω]] τινός, [[μετὰ]] δοτ. σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Ὀδ. Ε. 463, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 9. 71, κλπ.˙ Βάκχῳ ὑποκλινθεῖσα = ὑποδμηθεῖσα Ὀρφ. Ἀργον. 196˙ μαζὸς ὑπεκλίνθη, κρέμαται πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐπὶ γυναικὸς ῥικνώδους [[ἕνεκα]] γήρατος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 273˙ ἐπὶ ἀστέρων, βαίνω πρὸς τὴν δύσιν, «ἀστέρες ὑποκλινόμενοι» Ρήτορες (Walz) 1. 512. 2) [[ὑποκύπτω]], εἴ νύ κε παῦροι ἐόντες ὑποκλίνθητε φάλαγγι ἡμετέρῃ, [[τότε]]... Ὀρφ. Ἀργ. 851˙ - τὸ ἐνεργ., ὑποκλ. τινὰ παρὰ Γρηγ. τῷ Ναζ. τ. 1, σ. 328C. | ||
Line 4: | Line 7: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑποκλίνομαι:''' [ῑ], Παθ., [[ακουμπώ]], αναπαύομαι ή [[ξαπλώνω]] [[κάτω]] από, με δοτ., <i>σχοίνῳ ὑπεκλίνθη</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ὑποκλίνομαι:''' [ῑ], Παθ., [[ακουμπώ]], αναπαύομαι ή [[ξαπλώνω]] [[κάτω]] από, με δοτ., <i>σχοίνῳ ὑπεκλίνθη</i>, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />Pass. to [[recline]] or lie [[down]] under, c. dat., σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Od. | |mdlsjtxt=<br />Pass. to [[recline]] or lie [[down]] under, c. dat., σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Od. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:15, 6 October 2022
Russian (Dvoretsky)
ὑποκλίνομαι: (ῑ)
1) ложиться снизу: ὑ. τινι Hom., Anth. ложиться подо что-л. или в тени чего-л.;
2) обвисать, становиться дряблым (μαζὸς ὑπεκλίνθη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκλίνομαι: [ῑ], Παθ. κλίνομαι, πλαγιάζω ὑποκάτω τινός, μετὰ δοτ. σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Ὀδ. Ε. 463, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 9. 71, κλπ.˙ Βάκχῳ ὑποκλινθεῖσα = ὑποδμηθεῖσα Ὀρφ. Ἀργον. 196˙ μαζὸς ὑπεκλίνθη, κρέμαται πρὸς τὰ κάτω, ἐπὶ γυναικὸς ῥικνώδους ἕνεκα γήρατος, Ἀνθ. Παλατ. 5. 273˙ ἐπὶ ἀστέρων, βαίνω πρὸς τὴν δύσιν, «ἀστέρες ὑποκλινόμενοι» Ρήτορες (Walz) 1. 512. 2) ὑποκύπτω, εἴ νύ κε παῦροι ἐόντες ὑποκλίνθητε φάλαγγι ἡμετέρῃ, τότε... Ὀρφ. Ἀργ. 851˙ - τὸ ἐνεργ., ὑποκλ. τινὰ παρὰ Γρηγ. τῷ Ναζ. τ. 1, σ. 328C.
Greek Monotonic
ὑποκλίνομαι: [ῑ], Παθ., ακουμπώ, αναπαύομαι ή ξαπλώνω κάτω από, με δοτ., σχοίνῳ ὑπεκλίνθη, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
Pass. to recline or lie down under, c. dat., σχοίνῳ ὑπεκλίνθη Od.