λοιμικός: Difference between revisions

From LSJ

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=loimiko/s
|Beta Code=loimiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pestilential]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>1</span>, <span class="bibl">Plb.1.19.1</span>, <span class="bibl">Ph.2.102</span>, Longin.44.9, etc.; <b class="b3">λ.περίστασις, διάθεσις</b>, <span class="title">SIG</span>731.7 (Tomi, i B. C.), <span class="title">IG</span>12(1).1032.7 (Carpathus); <b class="b3">λ. διήγησις</b> [[about pestilence]], Gal.17(2).168. Adv. -κῶς <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>9.79</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[destructive]], λ. τοξεύματα Lyc. 1205.</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[pestilential]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>1</span>, <span class="bibl">Plb.1.19.1</span>, <span class="bibl">Ph.2.102</span>, Longin.44.9, etc.; <b class="b3">λ.περίστασις, διάθεσις</b>, <span class="title">SIG</span>731.7 (Tomi, i B. C.), <span class="title">IG</span>12(1).1032.7 (Carpathus); <b class="b3">λ. διήγησις</b> [[about pestilence]], Gal.17(2).168. Adv. -κῶς <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>9.79</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[destructive]], λ. τοξεύματα Lyc. 1205.</span>
}}
{{elru
|elrutext='''λοιμικός:''' [[чумный]], [[тлетворный]], [[пагубный]] ([[κατάστασις]] Polyb.; [[πάθη]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λοιμικός]], -ή, -όν) [[λοιμός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λοιμό, [[λοιμώδης]], [[μολυσματικός]] («ἀσθενῶς διακειμένους διὰ τὸ λοιμικὴν [[εἶναι]] παρ' αὐτοῖς κατάστασιν», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η [[λοιμική]] και <i>το λοιμικό</i><br />θανατηφόρα επιδημική [[νόσος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καταστρεπτικός]], [[ολέθριος]] («λοιμικὰ τοξεύματα», <b>Λυκόφρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λοιμικῶς</i> (Α)<br />σε [[κατάσταση]] λοιμού.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λοιμικός]], -ή, -όν) [[λοιμός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λοιμό, [[λοιμώδης]], [[μολυσματικός]] («ἀσθενῶς διακειμένους διὰ τὸ λοιμικὴν [[εἶναι]] παρ' αὐτοῖς κατάστασιν», Ιπποκρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η [[λοιμική]] και <i>το λοιμικό</i><br />θανατηφόρα επιδημική [[νόσος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καταστρεπτικός]], [[ολέθριος]] («λοιμικὰ τοξεύματα», <b>Λυκόφρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λοιμικῶς</i> (Α)<br />σε [[κατάσταση]] λοιμού.
}}
{{elru
|elrutext='''λοιμικός:''' [[чумный]], [[тлетворный]], [[пагубный]] ([[κατάστασις]] Polyb.; [[πάθη]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 13:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοιμικός Medium diacritics: λοιμικός Low diacritics: λοιμικός Capitals: ΛΟΙΜΙΚΟΣ
Transliteration A: loimikós Transliteration B: loimikos Transliteration C: loimikos Beta Code: loimiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A pestilential, Hp.Ep.1, Plb.1.19.1, Ph.2.102, Longin.44.9, etc.; λ.περίστασις, διάθεσις, SIG731.7 (Tomi, i B. C.), IG12(1).1032.7 (Carpathus); λ. διήγησις about pestilence, Gal.17(2).168. Adv. -κῶς S.E.M.9.79. 2 destructive, λ. τοξεύματα Lyc. 1205.

Russian (Dvoretsky)

λοιμικός: чумный, тлетворный, пагубный (κατάστασις Polyb.; πάθη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

λοιμικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸν λοιμόν, λοιμώδης Ἱππ. 1271. 2, Πολύβ. 1. 19, 1, κτλ.· - Ἐπίρρ. -κῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 79. 2) καταστρεπτικός, φθοροποιός, τοξεύματα Λυκόφρ. 1205.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λοιμικός, -ή, -όν) λοιμός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λοιμό, λοιμώδης, μολυσματικός («ἀσθενῶς διακειμένους διὰ τὸ λοιμικὴν εἶναι παρ' αὐτοῖς κατάστασιν», Ιπποκρ.)
νεοελλ.
(το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) η λοιμική και το λοιμικό
θανατηφόρα επιδημική νόσος
μσν.-αρχ.
καταστρεπτικός, ολέθριος («λοιμικὰ τοξεύματα», Λυκόφρ.).
επίρρ...
λοιμικῶς (Α)
σε κατάσταση λοιμού.