λυθρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />souillé de sang et de poussière.<br />'''Étymologie:''' [[λύθρον]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />souillé de sang et de poussière.<br />'''Étymologie:''' [[λύθρον]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:00, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λυθρώδης Medium diacritics: λυθρώδης Low diacritics: λυθρώδης Capitals: ΛΥΘΡΩΔΗΣ
Transliteration A: lythrṓdēs Transliteration B: lythrōdēs Transliteration C: lythrodis Beta Code: luqrw/dhs

English (LSJ)

ες, A defiled with gore, LXX Wi.11.6, AP9.258 (Antiphan. Megalop.).

Greek (Liddell-Scott)

λυθρώδης: -ες, (εἶδος) μεμολυσμένος, κεκηλιδωμένος δι’ αἵματος, Ἀνθ. Π. 9. 258, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΑ΄, 7).

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
souillé de sang et de poussière.
Étymologie: λύθρον, -ωδης.

Greek Monolingual

λυθρώδης, -ῶδες (Α) λύθρος
κηλιδωμένος ή ανάμικτος με λύθρο («αἵματι λυθρώδει», Αντιφ.).

Greek Monotonic

λυθρώδης: -ες (εἶδος), μολυσμένος με ακάθαρτο αίμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λυθρώδης: покрытый кровью, окровавленный (χεῖρες Anth.).

Middle Liddell

λυθρ-ώδης, ες εἶδος
defiled with gore, Anth.