ἀσκόπως: Difference between revisions

From LSJ

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans but, au hasard.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσκοπος]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσκόπως''': ἐπίρρ., «ἀστόχως, ἀτυχῶς, διημαρτημένως» [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 51· [[ἄνευ]] σκοποῦ τινος, [[οὕτως]] [[εἰκῆ]] καὶ [[ἀσκόπως]] χρῆσθαι τοῖς πράγμασι Πολύβ. 4. 14, 6, καὶ ἄλλοι.
|lstext='''ἀσκόπως''': ἐπίρρ., «ἀστόχως, ἀτυχῶς, διημαρτημένως» [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 51· [[ἄνευ]] σκοποῦ τινος, [[οὕτως]] [[εἰκῆ]] καὶ [[ἀσκόπως]] χρῆσθαι τοῖς πράγμασι Πολύβ. 4. 14, 6, καὶ ἄλλοι.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans but, au hasard.<br />'''Étymologie:''' [[ἄσκοπος]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀσκόπως:''' [[необдуманно]], [[наудачу]], [[наобум]] Polyb., Plut., Sext.
|elrutext='''ἀσκόπως:''' [[необдуманно]], [[наудачу]], [[наобум]] Polyb., Plut., Sext.
}}
}}

Revision as of 13:50, 2 October 2022

French (Bailly abrégé)

adv.
sans but, au hasard.
Étymologie: ἄσκοπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκόπως: ἐπίρρ., «ἀστόχως, ἀτυχῶς, διημαρτημένως» Πολυδ. Ϛ΄, 51· ἄνευ σκοποῦ τινος, οὕτως εἰκῆ καὶ ἀσκόπως χρῆσθαι τοῖς πράγμασι Πολύβ. 4. 14, 6, καὶ ἄλλοι.

Russian (Dvoretsky)

ἀσκόπως: необдуманно, наудачу, наобум Polyb., Plut., Sext.