καύσιμος: Difference between revisions
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kaysimos | |Transliteration C=kaysimos | ||
|Beta Code=kau/simos | |Beta Code=kau/simos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[combustible]], ἔκαιον πάντα, ὅσα κ. ἑώρων <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>6.3.19</span>; κ. ξύλα <span class="bibl">Alex.307</span>, <span class="bibl"><span class="title">PStrassb.</span>117.3</span> (i A.D.); ὕλη <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>849d</span>, <span class="bibl">Str.16.4.19</span>; ἄχυρον <span class="title">Ostr.Fay.</span>21 (iv A.D.); <b class="b3">τούτοις καυσίμοις χρῶνται</b> [[as fuel]], <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>4.3.2</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 01:25, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, combustible, ἔκαιον πάντα, ὅσα κ. ἑώρων X.An.6.3.19; κ. ξύλα Alex.307, PStrassb.117.3 (i A.D.); ὕλη Pl.Lg.849d, Str.16.4.19; ἄχυρον Ostr.Fay.21 (iv A.D.); τούτοις καυσίμοις χρῶνται as fuel, Thphr.HP4.3.2.
German (Pape)
[Seite 1408] brennbar, zu verbrennen; ὕλη Plat. Legg. VIII, 849 d; Xen. An. 6, 3, 9. 12; ξύλα, Brennholz, Alexis in B. A. 105, 4.
Greek (Liddell-Scott)
καύσῐμος: -ον, κατάλληλος πρὸς καῦσιν, εὔφλεκτος, ἔκαιον πάντα, ὅσα κ. ἑώρων Ξεν. Ἀν. 6. 3, 19· κ. ξύλα, Λατ. cremia, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 73· ὕλη Πλάτ. Νόμ. 849D, Στράβ. 778
French (Bailly abrégé)
[ῐ] ος, ον,
combustible, XÉN. An. 6.3.9, PLAT. Leg. 849d, THPHR. HP 4.3.2.
Étymologie: καίω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α καύσιμος, -ον) καύσις
αυτός που μπορεί να καεί, ο κατάλληλος για καύση, αυτός που χρησιμοποιείται για παραγωγή θερμότητας (α. «καύσιμες ύλες» β. «ἔκαιον πάντα ὅσα καύσιμα ἑώρων», Ξεν.)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.) το καύσιμο
α) καύση, κάψιμο, έγκαυμα
β) (το ουδ., συν. πληθ., ως ουσ.) τα καύσιμα
κάθε μορφής ύλες που με την καύση τους παρέχουν ενέργεια ικανή να χρησιμοποιηθεί για την ικανοποίηση διαφόρων αναγκών της κοινωνίας και τών μελών της (α. «στερεά καύσιμα» β. «υγρά καύσιμα»).
Greek Monotonic
καύσῐμος: -ον (καίω), κατάλληλος για καύση, εύφλεκτος, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
καύσῐμος: горючий, годный в качестве топлива (ἔκαιον πάντα, ὅσα καύσιμα ἑώρων Xen.): ὕλη κ. Plat. дрова, топливо.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καύσιμος -ον [κάω] brandbaar.
Middle Liddell
καύσῐμος, ον καίω
fit for burning, combustible, Xen.