ἄκορος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akoros | |Transliteration C=akoros | ||
|Beta Code=a)/koros | |Beta Code=a)/koros | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, = [[ἀκόρεστος]]: [[untiring]], [[ceaseless]], εἰρεσία <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.202</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:21, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, = ἀκόρεστος: untiring, ceaseless, εἰρεσία Pi.P.4.202.
German (Pape)
[Seite 77] (unersättlich), ununterbrochen, εἰρεσία Pind. P. 4, 202. ἡ, Pflanze, Calmus, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκορος: -ον, ἀκόρεστος: ὁ μὴ εἰς κόπωσιν ὑποκείμενος, ἀδιάκοπος, εἰρεσία, Πινδ. Π. 4. 360.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
insatiable, infatigable.
Étymologie: ἀ, κόρος.
English (Slater)
ᾰκορος, -ον
1 without tedium, weariness εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος (P. 4.202)
Spanish (DGE)
-ον
incansable εἰρεσία Pi.P.4.202, τὸν ἄκορον βοᾶς ... Ἄρη A.Supp.635.
Greek Monolingual
ἄκορος, -ον (Α)
ο αδιάκοπος
«ἄκορος εἰρεσία» (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κόρος < κορέννυμι.
ΠΑΡ. ἀκορία (Ι)].
Greek Monotonic
ἄκορος: -ον = ἀκόρεστος· ακούραστος, ακαταπόνητος, αδιάλειπτος, συνεχής, Λατ. improbus, εἰρεσία, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκορος: неутомимый, безостановочный (εἰρεσια Pind.).
Middle Liddell
= ἀκόρεστος
untiring, ceaseless, Lat. improbus, εἰρεσία Pind.