ἐφώριος: Difference between revisions
From LSJ
διὰ νήσων τὸν πλόον ἐποιεῦντο → they kept sailing through the islands
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eforios | |Transliteration C=eforios | ||
|Beta Code=e)fw/rios | |Beta Code=e)fw/rios | ||
|Definition=ον, (ὥρα) | |Definition=ον, (ὥρα) [[mature]], AP9.563 (Leon.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:53, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, (ὥρα) mature, AP9.563 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1124] (ὥρα), zeitig, Leon. Tar. 45 (IX, 563).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφώριος: -ον, (ὥρα) πέπειρος, ὥριμος, Ἀνθ. Π. 9. 563.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
opportun.
Étymologie: ἐπί, ὥρα.
Greek Monolingual
ἐφώριος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται στον κατάλληλο καιρό, στην ώρα του, ώριμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὥριος ποιητ. τ. του ὡραῖος «ώριμος, ευρισκόμενος στην κατάλληλη ώρα» (< ὥρα)].
Greek Monotonic
ἐφώριος: -ον (ὥρα), ώριμος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφώριος: созревший, спелый (sc. ὀπώρα Anth.).
Middle Liddell
ἐφ-ώριος, ον [ὥρα]
mature, Anth.