εὐμέλανος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup d’encre, qui a de l’encre bien noire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλας]].
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup d'encre, qui a de l’encre bien noire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μέλας]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:30, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐμέλᾰνος Medium diacritics: εὐμέλανος Low diacritics: ευμέλανος Capitals: ΕΥΜΕΛΑΝΟΣ
Transliteration A: eumélanos Transliteration B: eumelanos Transliteration C: evmelanos Beta Code: eu)me/lanos

English (LSJ)

ον, A well-blackened, inky, βροχίς AP6.295.4 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1080] mit guter Dinte, βροχίς Phani. 3 (VI, 295).

Greek (Liddell-Scott)

εὐμέλᾰνος: -ον, ἐπὶ μελανοθήκης, ἡ ἔχουσα καλὸν μέλαν, «μελάνι», καὶ τὰν εὐμέλανον βροχίδα Ἀνθ. Π. 6. 295.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a beaucoup d'encre, qui a de l’encre bien noire.
Étymologie: εὖ, μέλας.

Greek Monolingual

εὐμέλανος, -ον (Α)
1. (για μελανοδοχείο) αυτός που έχει ωραίο μελάνι («τὰν εὐμέλανον βροχίδα», Ανθ. Παλ.)
2. ο μαυρισμένος καλά, ο μελανωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μελανός.

Greek Monotonic

εὐμέλᾰνος: -ον (μέλας), αυτός που έχει καλό μελάνι, μελανώδης, μελανωμένος, κατάμαυρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐμέλᾰνος: полный чернил (βροχίς Anth.).

Middle Liddell

εὐ-μέλᾰνος, ον μέλας
well-blackened, inky, Anth.