Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταστεφής: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katastefis
|Transliteration C=katastefis
|Beta Code=katastefh/s
|Beta Code=katastefh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[crowned]], <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>178</span>, <span class="bibl">A.R.3.220</span>, etc.</span>
|Definition=ές, [[crowned]], <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>178</span>, <span class="bibl">A.R.3.220</span>, etc.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 01:20, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστεφής Medium diacritics: καταστεφής Low diacritics: καταστεφής Capitals: ΚΑΤΑΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: katastephḗs Transliteration B: katastephēs Transliteration C: katastefis Beta Code: katastefh/s

English (LSJ)

ές, crowned, S.Tr.178, A.R.3.220, etc.

Greek (Liddell-Scott)

καταστεφής: -ές, καταστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ὁρῶ τὸν ἄνδρα καταστεφῆ Σοφ. Τρ. 178· ἡμερίδες χλοεροῖσι καταστεφέες πετάλοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 220, κτλ.· ἐπὶ κλάδου ἱκετηρίας, ἐστεμμένος δι’ ἐρίου, Εὐρ. Ἱκέτ. 259.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
couronné.
Étymologie: καταστέφω.

Greek Monolingual

καταστεφής, -ές (Α)
1. αυτός που φορεί στεφάνι στο κεφάλι, ο στεφανωμένος
2. (για κλάδο ικετηρίας ράβδου) στεφανωμένος με έριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στεφής (< στέφος), πρβλ. επιστεφής, περιστεφής].

Greek Monotonic

καταστεφής: -ές, στεφανωμένος, σε Σοφ.· λέγεται για ικευτικά κλαδιά, περιπλεγμένος με μαλλί, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καταστεφής: увенчанный (ἀνήρ Soph.; γεραιαί Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταστεφής -ές [καταστέφω] bekranst.

Middle Liddell

κατστεφής, ές
crowned, Soph.; of suppliant branches, wreathed with wool, Eur. [from καταστέφω