καινοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1295.png Seite 1295]] Neuerungen machend, neuernd; ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι καὶ τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον Arist. polit. 2, 6; – καινότομος, neu angefangen, neu, [[πρᾶγμα]] Hermog.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1295.png Seite 1295]] Neuerungen machend, neuernd; ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι καὶ τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον Arist. polit. 2, 6; – καινότομος, neu angefangen, neu, [[πρᾶγμα]] Hermog.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui innove, novateur.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καινοτόμος''': -ον, ([[τέμνω]]) νεωτερίζων, οἱ Σωκράτους λόγοι ἔχουσι τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον, τὸ κομψὸν καὶ νεωτεριστικόν, ἀσύνηθες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 6. ΙΙ. [[καινοτόμος]], Παθ., εἰς ὃν εἰσάγονται καινοτομίαι, Ἑρμογέν. σ. 146.
|lstext='''καινοτόμος''': -ον, ([[τέμνω]]) νεωτερίζων, οἱ Σωκράτους λόγοι ἔχουσι τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον, τὸ κομψὸν καὶ νεωτεριστικόν, ἀσύνηθες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 6. ΙΙ. [[καινοτόμος]], Παθ., εἰς ὃν εἰσάγονται καινοτομίαι, Ἑρμογέν. σ. 146.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui innove, novateur.<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[τέμνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:15, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοτόμος Medium diacritics: καινοτόμος Low diacritics: καινοτόμος Capitals: ΚΑΙΝΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: kainotómos Transliteration B: kainotomos Transliteration C: kainotomos Beta Code: kainoto/mos

English (LSJ)

ον, (τέμνω) innovating, ἔχουσι… οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι… τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον are marked by cleverness and novelty, Arist.Pol.1265a12; of persons, Hermog.Inv.3.5: metaph., καινοτόμον πρᾶγμα ὁ πόλεμος ibid.

German (Pape)

[Seite 1295] Neuerungen machend, neuernd; ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι καὶ τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον Arist. polit. 2, 6; – καινότομος, neu angefangen, neu, πρᾶγμα Hermog.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui innove, novateur.
Étymologie: καινός, τέμνω.

Greek (Liddell-Scott)

καινοτόμος: -ον, (τέμνω) νεωτερίζων, οἱ Σωκράτους λόγοι ἔχουσι τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον, τὸ κομψὸν καὶ νεωτεριστικόν, ἀσύνηθες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 6. ΙΙ. καινοτόμος, Παθ., εἰς ὃν εἰσάγονται καινοτομίαι, Ἑρμογέν. σ. 146.

Greek Monolingual

-ο (Α καινοτόμος, -ον)
1. αυτός που κάνει νέα, ασυνήθιστα πράγματα, που εισάγει καινοτομίες, ο ανανεωτής, ο νεωτεριστής («οἱ Σωκράτους λόγοι ἔχουσι τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον», Αριστοτ.)
2. αυτός που δημιουργεί νέα κατάσταση, ανατρέποντας την παλαιά, αυτός που μεταβάλλει μια κατάσταση («καινοτόμον πρᾶγμα ὁ πόλεμος», Ερμογ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Υποχωρητικό παρ. < καινοτομῶ].

Greek Monotonic

καινοτόμος: -ον (τέμνω), νεωτεριστής, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

καινοτόμος: пролагающий новый путь: τὸ καινοτόμον ἔχειν Arst. отличаться новизной.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινοτόμος -ον [καινός, τέμνω] vernieuwd, origineel.

Middle Liddell

καινο-τόμος, ον τέμνω
innovating, Arist.