ὑπερασπιστής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperaspistis
|Transliteration C=yperaspistis
|Beta Code=u(peraspisth/s
|Beta Code=u(peraspisth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[one who holds a shield over]], [[protector]], [[champion]], ib.<span class="bibl">2</span>,<span class="bibl">30</span>, al., cf. <span class="bibl">Ph.1.374</span>: fem. ὑπερασπ-ίστρια, ἡ, <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>15.29</span> (<b class="b3">-ίστεια</b> cod.A).</span>
|Definition=οῦ, ὁ, [[one who holds a shield over]], [[protector]], [[champion]], ib.<span class="bibl">2</span>,<span class="bibl">30</span>, al., cf. <span class="bibl">Ph.1.374</span>: fem. ὑπερασπ-ίστρια, ἡ, <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>15.29</span> (<b class="b3">-ίστεια</b> cod.A).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:05, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερασπιστής Medium diacritics: ὑπερασπιστής Low diacritics: υπερασπιστής Capitals: ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΗΣ
Transliteration A: hyperaspistḗs Transliteration B: hyperaspistēs Transliteration C: yperaspistis Beta Code: u(peraspisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who holds a shield over, protector, champion, ib.2,30, al., cf. Ph.1.374: fem. ὑπερασπ-ίστρια, ἡ, LXX 4 Ma.15.29 (-ίστεια cod.A).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερασπιστής: -οῦ, ὁ, κρατῶν ἀσπίδα ὑπεράνω τινός, προστάτης, πρόμαχος, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 2, 30, κ. ἀλλ.)· - ὑπερασπιστήρ, ῆρος, ὁ, Ψαλμ. Ζ΄, 11, ΙΖ΄, 38, κλπ.· θηλ. ὑπερασπίστρια, ἡ, Ἰωσήπ. Μακκ. 15. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερασπιστής· φύλαξ, βοηθός».

Greek Monolingual

ο, θηλ. υπερασπίστρια / ὑπερασπιστής, θηλ. ὑπερασπίστρια, ΝΜΑ ὑπερασπίζω
αυτός που υπερασπίζει, που προστατεύει, που υποστηρίζει κάποιον ή κάτι, προστάτης (α. «υπερασπιστής της πατρίδας» β. «κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου» ΠΔ.)
αρχ.
αυτός που κρατάει την ασπίδα προστατευτικά πάνω ή μπροστά από κάποιον, πρόμαχος, αμύντορας («ὑπερασπιστὴς καὶ κέρας σωτηρίας μου», ΠΔ).