ὑπερασπιστής: Difference between revisions
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperaspistis | |Transliteration C=yperaspistis | ||
|Beta Code=u(peraspisth/s | |Beta Code=u(peraspisth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, | |Definition=οῦ, ὁ, [[one who holds a shield over]], [[protector]], [[champion]], ib.<span class="bibl">2</span>,<span class="bibl">30</span>, al., cf. <span class="bibl">Ph.1.374</span>: fem. ὑπερασπ-ίστρια, ἡ, <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>15.29</span> (<b class="b3">-ίστεια</b> cod.A). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:05, 24 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one who holds a shield over, protector, champion, ib.2,30, al., cf. Ph.1.374: fem. ὑπερασπ-ίστρια, ἡ, LXX 4 Ma.15.29 (-ίστεια cod.A).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερασπιστής: -οῦ, ὁ, κρατῶν ἀσπίδα ὑπεράνω τινός, προστάτης, πρόμαχος, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 2, 30, κ. ἀλλ.)· - ὑπερασπιστήρ, ῆρος, ὁ, Ψαλμ. Ζ΄, 11, ΙΖ΄, 38, κλπ.· θηλ. ὑπερασπίστρια, ἡ, Ἰωσήπ. Μακκ. 15. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερασπιστής· φύλαξ, βοηθός».
Greek Monolingual
ο, θηλ. υπερασπίστρια / ὑπερασπιστής, θηλ. ὑπερασπίστρια, ΝΜΑ ὑπερασπίζω
αυτός που υπερασπίζει, που προστατεύει, που υποστηρίζει κάποιον ή κάτι, προστάτης (α. «υπερασπιστής της πατρίδας» β. «κύριος ὑπερασπιστής τῆς ζωῆς μου» ΠΔ.)
αρχ.
αυτός που κρατάει την ασπίδα προστατευτικά πάνω ή μπροστά από κάποιον, πρόμαχος, αμύντορας («ὑπερασπιστὴς καὶ κέρας σωτηρίας μου», ΠΔ).