ἀμφώδων: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)mfw/dwn | |Beta Code=a)mfw/dwn | ||
|Definition=οντος, ὁ, ἡ, (ὀδούς) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with incisor-teeth in both jaws]], opp. ruminants, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>501a11</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PA</span>675a5</span>, <span class="bibl"><span class="title">HA</span>495b31</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst., [[ass]], Lyc.1401. (Freq. written <b class="b3">ἀμφόδων;</b> cf. [[ἀμφόδους]].) </span> | |Definition=οντος, ὁ, ἡ, (ὀδούς) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with incisor-teeth in both jaws]], opp. ruminants, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>501a11</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">PA</span>675a5</span>, <span class="bibl"><span class="title">HA</span>495b31</span>, al. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Subst., [[ass]], Lyc.1401. (Freq. written <b class="b3">ἀμφόδων;</b> cf. [[ἀμφόδους]].) </span> | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον, gen. -οντος<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. [[ἀμφόδων]] Gal.18(1).358<br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ουν Arist.<i>HA</i> 507<sup>b</sup>34]<br /><b class="num">1</b> [[con dientes en ambas mandíbulas]] de caballos, asnos, Hp.<i>Art</i>.8, cf. Arist.<i>HA</i> 501<sup>a</sup>11, 495<sup>b</sup>31, <i>PA</i> 663<sup>b</sup>36, 675<sup>a</sup>5.<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ ἀ. [[asno]] ἀμφώδοντος ἐξ ἄκρων λοβῶν φθέρσας κύφελλα cortando desde las raíces de los lóbulos sus orejas de asno</i> de Midas, Lyc.1401, cf. Hsch., <i>EM</i> 1217. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφώδων''': -οντος, ὁ, ἡ, (ὁδοὺς) ὁ ἔχων ὀδόντας ἐν ἀμφοτέραις ταῖς σιαγόναις, ὡς πάντα τὰ σαρκοφάγα ζῷα, ἐνῷ τὰ μηρυκαστικὰ [[εἶναι]] οὐκ ἀμφώδοντα, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 50. πρβλ. Μορ. Ζ. 3. 2, 18, Ἱστ. Ζ. 1. 16, 18 καὶ ἄλλ. ΙΙ. ὡς οὐσ., ὁ [[ὄνος]] Λυκόφρ. 1410. - Ὁ [[τύπος]] ἀμφόδων [[εἶναι]] κοινὸς ἐν τοῖς χειρογρ. καὶ τοῖς μεταγεν. συγγραφεῦσι, πρβλ. καὶ [[ἀμφόδους]]. | |lstext='''ἀμφώδων''': -οντος, ὁ, ἡ, (ὁδοὺς) ὁ ἔχων ὀδόντας ἐν ἀμφοτέραις ταῖς σιαγόναις, ὡς πάντα τὰ σαρκοφάγα ζῷα, ἐνῷ τὰ μηρυκαστικὰ [[εἶναι]] οὐκ ἀμφώδοντα, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 50. πρβλ. Μορ. Ζ. 3. 2, 18, Ἱστ. Ζ. 1. 16, 18 καὶ ἄλλ. ΙΙ. ὡς οὐσ., ὁ [[ὄνος]] Λυκόφρ. 1410. - Ὁ [[τύπος]] ἀμφόδων [[εἶναι]] κοινὸς ἐν τοῖς χειρογρ. καὶ τοῖς μεταγεν. συγγραφεῦσι, πρβλ. καὶ [[ἀμφόδους]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμφώδων]] (-οντος), ο, η (Α)<br />αυτός που έχει δόντια και στις δύο σιαγόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδών]], ιων. τ. [[αντί]] [[ὀδούς]], με [[έκταση]] του αρχ. φωνήεντος της λ. σε -<i>ω</i>- (<i>ἀμφ</i>-<i>ώδων</i>) λόγω της συνθέσεως]. | |mltxt=[[ἀμφώδων]] (-οντος), ο, η (Α)<br />αυτός που έχει δόντια και στις δύο σιαγόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀδών]], ιων. τ. [[αντί]] [[ὀδούς]], με [[έκταση]] του αρχ. φωνήεντος της λ. σε -<i>ω</i>- (<i>ἀμφ</i>-<i>ώδων</i>) λόγω της συνθέσεως]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 1 October 2022
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ, (ὀδούς) A with incisor-teeth in both jaws, opp. ruminants, Arist.HA501a11, cf. PA675a5, HA495b31, al. II Subst., ass, Lyc.1401. (Freq. written ἀμφόδων; cf. ἀμφόδους.)
Spanish (DGE)
-ον, gen. -οντος
• Alolema(s): tb. ἀμφόδων Gal.18(1).358
• Morfología: [-ουν Arist.HA 507b34]
1 con dientes en ambas mandíbulas de caballos, asnos, Hp.Art.8, cf. Arist.HA 501a11, 495b31, PA 663b36, 675a5.
2 subst. ὁ ἀ. asno ἀμφώδοντος ἐξ ἄκρων λοβῶν φθέρσας κύφελλα cortando desde las raíces de los lóbulos sus orejas de asno de Midas, Lyc.1401, cf. Hsch., EM 1217.
German (Pape)
[Seite 146] οντος, ὁ, oben und unten Zähne habend (όδούς), Arist. II. A. 2, 3, 8 (Bekk. 2, 1, p. 501, 11). – Bei Lyc. 1401 der Esel.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφώδων: -οντος, ὁ, ἡ, (ὁδοὺς) ὁ ἔχων ὀδόντας ἐν ἀμφοτέραις ταῖς σιαγόναις, ὡς πάντα τὰ σαρκοφάγα ζῷα, ἐνῷ τὰ μηρυκαστικὰ εἶναι οὐκ ἀμφώδοντα, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 50. πρβλ. Μορ. Ζ. 3. 2, 18, Ἱστ. Ζ. 1. 16, 18 καὶ ἄλλ. ΙΙ. ὡς οὐσ., ὁ ὄνος Λυκόφρ. 1410. - Ὁ τύπος ἀμφόδων εἶναι κοινὸς ἐν τοῖς χειρογρ. καὶ τοῖς μεταγεν. συγγραφεῦσι, πρβλ. καὶ ἀμφόδους.
Greek Monolingual
ἀμφώδων (-οντος), ο, η (Α)
αυτός που έχει δόντια και στις δύο σιαγόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι)- + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς, με έκταση του αρχ. φωνήεντος της λ. σε -ω- (ἀμφ-ώδων) λόγω της συνθέσεως].