περιχαράσσω: Difference between revisions
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pericharasso | |Transliteration C=pericharasso | ||
|Beta Code=perixara/ssw | |Beta Code=perixara/ssw | ||
|Definition=Att. περιχαράττω, | |Definition=Att. περιχαράττω, [[entrench all round]], χωρίον τάφρῳ <span class="bibl">Str.15.1.42</span>: in Medicine, [[demarcate]], Dsc.1.72, 2.112; also, [[detach from gums all round]], ὀδόντας Gal.14.431:—Pass., <b class="b3">φύλλον περικεχαραγμένον</b> [[serrated]], cj. Scalig. in <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>3.12.5</span>, cf. <span class="bibl">3.14.1</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:05, 23 August 2022
English (LSJ)
Att. περιχαράττω, entrench all round, χωρίον τάφρῳ Str.15.1.42: in Medicine, demarcate, Dsc.1.72, 2.112; also, detach from gums all round, ὀδόντας Gal.14.431:—Pass., φύλλον περικεχαραγμένον serrated, cj. Scalig. in Thphr.HP3.12.5, cf. 3.14.1.
German (Pape)
[Seite 600] attisch -ττω, ringsherum, am Rande einschneiden, ritzen, Theophr. u. Sp. – Bes. auch solche Buchstaben eingraben, welche einen ganzen oder halben Cirkel beschreiben, wie Ο, Ρ, vgl. Interprett. zu Ar. Th. 788.
Greek (Liddell-Scott)
περιχᾰράσσω: Ἀττ. -ττω, χαράττω ὁλόγυρα, ὀδόντας Γαλην. 10. 616. ― χαράττω γράμματα τὰ ὁποῖα σχηματίζουσι κύκλους ἢ μέρη κύκλων οἷον τὰ γράμματα. O. P. C, ἴδε Bourdin εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 782. ― Παθ., φύλλον περικεχαραγμένον, ἔχον ὁλόγυρα ἐγκοπάς, πριονοειδές, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 5, κτλ. 3. 10, 5. ΙΙ. διαγράφω μέρος τι τῆς διαθήκης, Πανδέκτ.
Greek Monolingual
ΝΜΑ και περιχαράζω Ν και περιχαράττω Α
1. χαράζω, σημειώνω γραμμή ή σκάβω λάκκο ή τάφρο γύρω από κάτι
2. χαράζω, ορίζω τα όρια, τα σύνορα
μσν.
μέσ. περιχαράσσομαι
(για την αυγή) αρχίζω να φαίνομαι, αρχίζω να χαράζω
αρχ.
1. ιατρ. περικόπτω τα ούλα για να διευκολύνω την εξαγωγή δοντιού
2. παθ. έχω ολόγυρα εγκοπές.