πυργήρης: Difference between revisions
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pyrgiris | |Transliteration C=pyrgiris | ||
|Beta Code=purgh/rhs | |Beta Code=purgh/rhs | ||
|Definition=ες, of a place, | |Definition=ες, of a place, [[furnished with towers]], [[fortified]], [[κώμη]] Orac. ap. <span class="bibl">Paus.10.18.2</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:52, 23 August 2022
English (LSJ)
ες, of a place, furnished with towers, fortified, κώμη Orac. ap. Paus.10.18.2.
German (Pape)
[Seite 820] ες, im Thurme od. in den Festungswerken eingeschlossen, von einem Orte, mit Thürmen und Festungswerken versehen, Paus. 10, 18 Hesych. erkl. πυργήρως, μετέωρος ὡς πύργος, u. πύργηρα, τὰ θωράκια.
Greek (Liddell-Scott)
πυργήρης: -ες, ἐπὶ τόπου ἢ χώρας, ὁ ἔχων πύργους ὠχυρωμένους, κώμη Χρησμ. παρὰ Παυσ. 10. 18, 2. (Ἐσχηματίσθη ὡς αἱ λέξεις τειχήρης, ποδήρης, ἴδε τριήρης.)
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
muni de tours, de fortifications.
Étymologie: πύργος, ἄρω.
Greek Monolingual
-ῆρες, ΜΑ
(για τόπο) αυτός που έχει πύργους, οχυρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + -ήρης (Ι) (πρβλ. ξιφ-ήρης)].
Greek Monotonic
πυργήρης: -ες (*ἄρω), λέγεται για τόπο ή χώρα, αυτός που έχει οχυρωμένους πύργους, Χρησμ. παρά Παυσ.