ἄνθρυσκον: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
m (Text replacement - " :" to ":") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anthryskon | |Transliteration C=anthryskon | ||
|Beta Code=a)/nqruskon | |Beta Code=a)/nqruskon | ||
|Definition=τό, | |Definition=τό, [[chervil]], [[Scandix australis]], <span class="bibl">Sapph.<span class="title">Supp.</span>25.13</span>, <span class="bibl">Cratin.98.6</span>, <span class="bibl">Pherecr.109</span> (ἔνθ-), <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>7.7.1</span> (ἔνθ-):—in Hsch. ἀνθρίσκιον, <b class="b3">τό;</b> in <span class="bibl">Poll.6.106</span> ἀνθρίσκος, [[ὁ]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:20, 24 August 2022
English (LSJ)
τό, chervil, Scandix australis, Sapph.Supp.25.13, Cratin.98.6, Pherecr.109 (ἔνθ-), Thphr.HP7.7.1 (ἔνθ-):—in Hsch. ἀνθρίσκιον, τό; in Poll.6.106 ἀνθρίσκος, ὁ.
German (Pape)
[Seite 234] τό, ein Doldengewächs, Ath. XV, 685 c aus Pherecr. u. Cratin., v.l. ἀνθρίσκιον, wie auch Theophr. geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνθρυσκον: τό, φυτὸν φέρον ἄνθος σκιαδωτόν, anthriscus, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 11· γράφεται δὲ ἔνθρυσκον ἐν Φερεκρ. «Μεταλλεῦσιν» 2· πρβλ. Schneid, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 7.: - ὁ Σουΐδ. γράφει τὴν λέξιν δι’ οι καὶ ἑρμηνεύει: «ἄνθροισκα, ἄγρια λάχανα παραπλήσια ἀνήθοις, οἷα καὶ τὰ μάραθρα».
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): tb. ἀνθρύσκος Hsch.α 4957; ἀνθρίσκιον Hsch.; ἀνθρίσκος Poll.6.106; ἔνθρυσκον Thphr.HP 7.7.1
bot. quijones, peine de niño, Scandix australis L., Sapph.96.14, Cratin.98.6, Pherecr.109, Thphr.l.c., Poll.l.c.
• Etimología: Prob. derivado de la raíz de ἄνθος.
Greek Monolingual
ἄνθρυσκον, το (Α)
είδος μαϊντανού με σγουρά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με τα αθήρ, ανθέριξ «το ακανθώδες μέρος του σταχιού». Υπάρχει και δεύτερος τύπος ένθρυσκον, ο οποίος είναι μάλλον υστερογενής].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: chervil, Scandix australis (Sapph.).
Other forms: also ἔνθρυσκον (Pherecr.)
Derivatives: ἀνθρίσκος m.; ἀνθρίσκιον λάχανον ἔχον ἄνθος(,) ὡς ἄνηθον(,) η τὸ ἄννησον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etym. Connected with ἀθήρ, ἀνθέριξ because of the prickly fruit (?). Fur. 364 points to ι/υ; for ε/α- he thinks of assimilation α > ε before ι/υ: doubtful); he rejects θρύσκα ἄγρια λάχανα H. as a mistake for ἄνθρυσκα. Substr. origin seems certain.
Frisk Etymology German
ἄνθρυσκον: auch ἔνθρυσκον
{ánthruskon}
Grammar: n.
Meaning: Kerbel (Sapph., Kom., Thphr.).
Derivative: Bei Pollux 6, 106 ἀνθρίσκος m., wovon ἀνθρίσκιον· λάχανον ἔχον ἄνθος, ὡς ἄνηθον. ἢ τὸ ἄννησον H.
Etymology: Unerklärt. Vielleicht zu ἀθήρ, ἀνθέριξ wegen der stacheligen Früchte.
Page 1,110