ταριχευτής: Difference between revisions

From LSJ

διὰ πέτρας καὶ διὰ δρυὸς ὁρᾶν → see through a brick wall, see through rocks and an oak

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' οῦ ὁ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1071.png Seite 1071]] ὁ, der einsalzt, einpökelt, einbalsamirt, Her. 2, 89.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1071.png Seite 1071]] ὁ, der einsalzt, einpökelt, einbalsamirt, Her. 2, 89.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui sale <i>ou</i> embaume.<br />'''Étymologie:''' [[ταριχεύω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τᾰρῑχευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ταριχεύων, βαλσαμώνων νεκρὰ σώματα, Ἡρόδ. 2. 89, Διόδ. 1. 91· ― παρὰ Μενέθωνι 4. 267, τᾰρῑχευτήρ, ῆρος· παρὰ Τζέτζ. τᾰρῑχεύς, έως.
|lstext='''τᾰρῑχευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ταριχεύων, βαλσαμώνων νεκρὰ σώματα, Ἡρόδ. 2. 89, Διόδ. 1. 91· ― παρὰ Μενέθωνι 4. 267, τᾰρῑχευτήρ, ῆρος· παρὰ Τζέτζ. τᾰρῑχεύς, έως.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui sale <i>ou</i> embaume.<br />'''Étymologie:''' [[ταριχεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰρῑχευτής Medium diacritics: ταριχευτής Low diacritics: ταριχευτής Capitals: ΤΑΡΙΧΕΥΤΗΣ
Transliteration A: taricheutḗs Transliteration B: taricheutēs Transliteration C: taricheftis Beta Code: tarixeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A embalmer, of mummies, Hdt.2.89, PEleph.8.5 (iii B.C.), UPZ 102.8 (ii B.C.), Phld.Sign.2, D.S.1.91. 2 pickler, PFay.13.4 (ii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 1071] ὁ, der einsalzt, einpökelt, einbalsamirt, Her. 2, 89.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui sale ou embaume.
Étymologie: ταριχεύω.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰρῑχευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ταριχεύων, βαλσαμώνων νεκρὰ σώματα, Ἡρόδ. 2. 89, Διόδ. 1. 91· ― παρὰ Μενέθωνι 4. 267, τᾰρῑχευτήρ, ῆρος· παρὰ Τζέτζ. τᾰρῑχεύς, έως.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ ταριχεύω
1. τεχνίτης ειδικός στην ταρίχευση νεκρών
2. τεχνίτης ειδικευμένος στη διατήρηση τροφίμων με πάστωμα ή με κάπνισμα.

Greek Monotonic

τᾰρῑχευτής: -οῦ, ὁ, βαλσαμωτής νεκρών σωμάτων, λέγεται για τις μούμιες, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰρῑχευτής: οῦ ὁ бальзамировщик Her., Diod.

Middle Liddell

τᾰρῑχευτής, οῦ, ὁ, [from τᾰρῑχεύω]
an embalmer, of mummies, Hdt.