χρυσωτής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' οῦ ὁ) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chrysotis
|Transliteration C=chrysotis
|Beta Code=xruswth/s
|Beta Code=xruswth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[gilder]], IG22.1635.37, Plu.2.348e.</span>
|Definition=οῦ, ὁ, [[gilder]], IG22.1635.37, Plu.2.348e.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[χρυσώτρια]], Ν [[χρυσῶ</i> /-<i>ώνω]]<br />[[τεχνίτης]] [[ειδικός]] στο [[χρύσωμα]], στην [[επιχρύσωση]] (α. «[[χρυσωτής]] βιβλιοδετείου» β. «χρυσωτῇ [[μισθός]]», <b>επιγρ.</b>).
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. [[χρυσώτρια]], Ν [[χρυσῶ]] /[[χρυσώνω]]<br />[[τεχνίτης]] [[ειδικός]] στο [[χρύσωμα]], στην [[επιχρύσωση]] (α. «[[χρυσωτής]] βιβλιοδετείου» β. «χρυσωτῇ [[μισθός]]», <b>επιγρ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χρῡσωτής:''' οῦ ὁ [[золотильщик]] (ἀγαλμάτων Plut.).
|elrutext='''χρῡσωτής:''' οῦ ὁ [[золотильщик]] (ἀγαλμάτων Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:53, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσωτής Medium diacritics: χρυσωτής Low diacritics: χρυσωτής Capitals: ΧΡΥΣΩΤΗΣ
Transliteration A: chrysōtḗs Transliteration B: chrysōtēs Transliteration C: chrysotis Beta Code: xruswth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, gilder, IG22.1635.37, Plu.2.348e.

German (Pape)

[Seite 1383] ὁ, der Vergolder, Plut. glor. Ath. 6.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσωτής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ χρυσώνων, ἐπικαλύπτων τι διὰ χρυσοῦ, Πλούτ. 2. 348Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 158a.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
doreur.
Étymologie: χρυσόω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. χρυσώτρια, Ν χρυσῶ /χρυσώνω
τεχνίτης ειδικός στο χρύσωμα, στην επιχρύσωση (α. «χρυσωτής βιβλιοδετείου» β. «χρυσωτῇ μισθός», επιγρ.).

Russian (Dvoretsky)

χρῡσωτής: οῦ ὁ золотильщик (ἀγαλμάτων Plut.).