δημηγόρος: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=dhmhgo/ros
|Beta Code=dhmhgo/ros
|Definition=ὁ, ([[ἀγορεύω]])<br><span class="bld">A</span> [[popular orator]], mostly in a bad sense, Pl.Grg.520b, Lg.908d, etc.; ὅρκος ἑτᾳίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diph.101; but [[δημηγόροι ἀγαθοί]], opp. [[ῥήτορες φαῦλοι]], X.Mem.2.6.15: as adjective, [[δημηγόρος]], [[τιμαὶ δημηγόροι]] = [[a speaker's honours]], E.Hec.254; [[στροφαὶ δημηγόροι]] = [[rhetorical tricks]], A.Supp.623. [For accentuation see Herodian - HD]
|Definition=ὁ, ([[ἀγορεύω]])<br><span class="bld">A</span> [[popular orator]], mostly in a bad sense, Pl.Grg.520b, Lg.908d, etc.; ὅρκος ἑτᾳίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diph.101; but [[δημηγόροι ἀγαθοί]], opp. [[ῥήτορες φαῦλοι]], X.Mem.2.6.15: as adjective, [[δημηγόρος]], [[τιμαὶ δημηγόροι]] = [[a speaker's honours]], E.Hec.254; [[στροφαὶ δημηγόροι]] = [[rhetorical tricks]], A.Supp.623. [For accentuation see Herodian - HD]
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[propio de los oradores públicos o la oratoria pública]] δημηγόροι στροφαί los giros del discurso popular</i> A.<i>Supp</i>.623, τιμαί E.<i>Hec</i>.254, ἦθος <i>AP</i> 2.118, 373 (Christod.).<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ δ. [[orador público]], [[político]] que interviene en la asamblea ἀγαθοὶ δημηγόροι op. [[ῥήτορες φαῦλοι]] X.<i>Mem</i>.2.6.15, cf. <i>HG</i> 6.2.39, 6.3.3, <i>Smp</i>.2.14, λιθωμόται δημηγόροι <i>Com.Adesp</i>.385, ἐλθὼν οὖν ὁ λύκος καὶ στὰς εἰς τὸ μέσον ὡς δ. ἔλεγεν πρὸς τὰ πρόβατα <i>Vit.Aesop.G</i> 97, ὁ δ. [[Δημοσθένης]] Lib.<i>Decl</i>.23.88<br /><b class="num">•</b>de Tersites, Luc.<i>Demon</i>.61, cf. <i>ITr</i>.26, Aesop.158, Them.<i>Or</i>.26.321d<br /><b class="num">•</b>frec. c. valor peyor., Pl.<i>Grg</i>.520b, <i>Lg</i>.908d, ὅρκος ἑταίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diph.101, οἱ δημηγόροι καὶ οἱ ῥήτορες δοῦλοι τοῦ πλήθους εἰσί Ael.<i>VH</i> 9.19, cf. Ph.2.47<br /><b class="num">•</b>[[predicador]] de Pedro δ. ἀνεφάνη σοφὸς ἐν μέσῳ τῶν ἐθνῶν Ast.Am.<i>Hom</i>.8.5.1, cf. 3.2.1, de Pablo παρ' ἐμοῦ τοῦ ξένου δημηγόρου Anon.<i>V.Thecl</i>.2.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> d'orateur, de rhéteur;<br /><b>II.</b> ὁ [[δημηγόρος]] :<br /><b>1</b> orateur populaire;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> orateur qui flatte le peuple, démagogue.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[ἀγορεύω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> <i>adj.</i> d'orateur, de rhéteur;<br /><b>II.</b> ὁ [[δημηγόρος]] :<br /><b>1</b> orateur populaire;<br /><b>2</b> <i>en mauv. part</i> orateur qui flatte le peuple, démagogue.<br />'''Étymologie:''' [[δῆμος]], [[ἀγορεύω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[propio de los oradores públicos o la oratoria pública]] δημηγόροι στροφαί los giros del discurso popular</i> A.<i>Supp</i>.623, τιμαί E.<i>Hec</i>.254, ἦθος <i>AP</i> 2.118, 373 (Christod.).<br /><b class="num">2</b> subst. ὁ δ. [[orador público]], [[político]] que interviene en la asamblea ἀγαθοὶ δημηγόροι op. [[ῥήτορες φαῦλοι]] X.<i>Mem</i>.2.6.15, cf. <i>HG</i> 6.2.39, 6.3.3, <i>Smp</i>.2.14, λιθωμόται δημηγόροι <i>Com.Adesp</i>.385, ἐλθὼν οὖν ὁ λύκος καὶ στὰς εἰς τὸ μέσον ὡς δ. ἔλεγεν πρὸς τὰ πρόβατα <i>Vit.Aesop.G</i> 97, ὁ δ. [[Δημοσθένης]] Lib.<i>Decl</i>.23.88<br /><b class="num">•</b>de Tersites, Luc.<i>Demon</i>.61, cf. <i>ITr</i>.26, Aesop.158, Them.<i>Or</i>.26.321d<br /><b class="num">•</b>frec. c. valor peyor., Pl.<i>Grg</i>.520b, <i>Lg</i>.908d, ὅρκος ἑταίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diph.101, οἱ δημηγόροι καὶ οἱ ῥήτορες δοῦλοι τοῦ πλήθους εἰσί Ael.<i>VH</i> 9.19, cf. Ph.2.47<br /><b class="num">•</b>[[predicador]] de Pedro δ. ἀνεφάνη σοφὸς ἐν μέσῳ τῶν ἐθνῶν Ast.Am.<i>Hom</i>.8.5.1, cf. 3.2.1, de Pablo παρ' ἐμοῦ τοῦ ξένου δημηγόρου Anon.<i>V.Thecl</i>.2.3.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημηγόρος Medium diacritics: δημηγόρος Low diacritics: δημηγόρος Capitals: ΔΗΜΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: dēmēgóros Transliteration B: dēmēgoros Transliteration C: dimigoros Beta Code: dhmhgo/ros

English (LSJ)

ὁ, (ἀγορεύω)
A popular orator, mostly in a bad sense, Pl.Grg.520b, Lg.908d, etc.; ὅρκος ἑτᾳίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diph.101; but δημηγόροι ἀγαθοί, opp. ῥήτορες φαῦλοι, X.Mem.2.6.15: as adjective, δημηγόρος, τιμαὶ δημηγόροι = a speaker's honours, E.Hec.254; στροφαὶ δημηγόροι = rhetorical tricks, A.Supp.623. [For accentuation see Herodian - HD]

Spanish (DGE)

-ον
1 propio de los oradores públicos o la oratoria pública δημηγόροι στροφαί los giros del discurso popular A.Supp.623, τιμαί E.Hec.254, ἦθος AP 2.118, 373 (Christod.).
2 subst. ὁ δ. orador público, político que interviene en la asamblea ἀγαθοὶ δημηγόροι op. ῥήτορες φαῦλοι X.Mem.2.6.15, cf. HG 6.2.39, 6.3.3, Smp.2.14, λιθωμόται δημηγόροι Com.Adesp.385, ἐλθὼν οὖν ὁ λύκος καὶ στὰς εἰς τὸ μέσον ὡς δ. ἔλεγεν πρὸς τὰ πρόβατα Vit.Aesop.G 97, ὁ δ. Δημοσθένης Lib.Decl.23.88
de Tersites, Luc.Demon.61, cf. ITr.26, Aesop.158, Them.Or.26.321d
frec. c. valor peyor., Pl.Grg.520b, Lg.908d, ὅρκος ἑταίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diph.101, οἱ δημηγόροι καὶ οἱ ῥήτορες δοῦλοι τοῦ πλήθους εἰσί Ael.VH 9.19, cf. Ph.2.47
predicador de Pedro δ. ἀνεφάνη σοφὸς ἐν μέσῳ τῶν ἐθνῶν Ast.Am.Hom.8.5.1, cf. 3.2.1, de Pablo παρ' ἐμοῦ τοῦ ξένου δημηγόρου Anon.V.Thecl.2.3.

German (Pape)

[Seite 562] volksrednerisch, στροφαί, Gewandtheit des Volksredners, Aesch. Suppl. 6231 τιμαί, Eur. Hec. 254. – Subst., der Volksredner, Plat. Legg. X, 908 d u. Folgde; auch mit dem Nebenbegriff »dem Volke schmeichelnd«, nicht die Wahrheit, sondern trügerisch zur Ergötzlichkeit sprcchend, Plat. Gorg. 482 c 494 d; dah. ὅρκος δ' ἑταίρας ταὐτὸ καὶ δημηγόρου Diphil. Stob. dor. 28, 4.

Greek (Liddell-Scott)

δημηγόρος: ὁ, (ἀγορεύω) δημόσιος ἀγορητής, κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, Πλάτ. Γοργ. 520Β, Νόμ. 908D, κτλ.· - τιμαὶ δ., αἱ τιμαὶ τοῦ ἀγορεύοντος, Εὐρ. Ἑκ. 254· στροφαὶ δημηγόροι, τεχνάσματα ῥητορικά, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 623.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. adj. d'orateur, de rhéteur;
II.δημηγόρος :
1 orateur populaire;
2 en mauv. part orateur qui flatte le peuple, démagogue.
Étymologie: δῆμος, ἀγορεύω.

Greek Monolingual

δημηγόρος, -ον (Α)
1. αυτός που ταιριάζει σε δημόσιο ρήτορα
2. φρ. α) «τιμαὶ δημηγόροι» — οι τιμές που αποδίδονται στον αγορητή
β) «στροφαὶ δημηγόροι» — σοφιστικά τεχνάσματα
3. το αρσ. ως ουσ. ο δημηγόρος
ο δημαγωγός αγορητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -ηγορος < αγορά].

Greek Monotonic

δημηγόρος: ὁ (ἀγορεύω), δημόσιος αγορητής, ρήτορας, κυρίως με αρνητική σημασία, σε Πλάτ.· τιμαὶ δ., οι τιμές του αγορήτη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δημηγόρος: II ὁ оратор Xen., преимущ. оратор-демагог (δημηγόροι τε καὶ σοφισταί Plat.).
ораторский: δημηγόρους ζηλοῦν τιμάς Eur. стремиться к ораторской славе; δημηγόρους ἀκοῦσαι στροφάς Aesch. поддаться ораторским ухищрениям.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημηγόρος -ου, ὁ [δῆμος, ἀγορεύω] volksredenaar; adj. van de redenaar:. δημηγόροι στροφαί slimmigheden van de spreker Aeschl. Suppl. 623.

Middle Liddell

ἀγορεύω
a popular orator, mostly in a bad sense, Plat.:— τιμαὶ δ. a speaker's honours, Eur.

English (Woodhouse)

declamatory, demagogic, demagogue

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)