προσανάκλιμα: Difference between revisions
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosanaklima | |Transliteration C=prosanaklima | ||
|Beta Code=prosana/klima | |Beta Code=prosana/klima | ||
|Definition=ατος, τό, | |Definition=ατος, τό, [[that on which one leans]], AP7.407 (Diosc.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:15, 23 August 2022
English (LSJ)
ατος, τό, that on which one leans, AP7.407 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 749] τό, das, woran man sich lehnt od. stützt, ἐρώτων Diosc. 25 (VII, 407).
Greek (Liddell-Scott)
προσανάκλῐμα: τό, τὸ ἐφ’ οὗ τις ἀνακλίνεται, στηρίζεται, Ἀνθ. Π. 7. 407.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
point d'appui.
Étymologie: προσανακλίνομαι.
Greek Monolingual
-ίματος, τὸ, Α προσανακλίνω
αυτό στο οποίο στηρίζεται κανείς («ἥδιστον φιλέουσι νέοις προσανάκλιμα ἐρώτων Σαπφώ», Ανθ. Παλ.).
Greek Monotonic
προσανάκλῐμα: τό, αυτό πάνω στο οποίο στηρίζεται κάποιος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
προσανάκλῐμα: ατος τό подпора, опора Anth.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσανάκλιμα -ατος, τό [προσανακλίνω] rustpunt:. νέοις π. ἐρώτων voor jonge mannen een rustpunt in hun liefde AP 7.407.1.
Middle Liddell
προσ-ανάκλῐμα, ατος, τό,
that on which one leans, Anth.