παρεγείρω: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0510.png Seite 510]] (s. [[ἐγείρω]]), daneben erregen, Plut. Eumen. 11.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0510.png Seite 510]] (s. [[ἐγείρω]]), daneben erregen, Plut. Eumen. 11.
}}
{{bailly
|btext=exciter à avancer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐγείρω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεγείρω''': [[ἐγείρω]] ἐν μέρει, ὀλίγον, «τῶν δὲ ἵππων ἕκαστον ῥυτῆρσι μεγάλοις εἰς τὴν ὀροφὴν ἀναδεδεμένοις ὑποζώσας ... ἐμετεώριζε καὶ παρήγειρε διὰ τροχιλίας» ([[ἔνθα]] παρήνειρε Κοραῆς), Πλουτ. Εὐμέν. 11.
|lstext='''παρεγείρω''': [[ἐγείρω]] ἐν μέρει, ὀλίγον, «τῶν δὲ ἵππων ἕκαστον ῥυτῆρσι μεγάλοις εἰς τὴν ὀροφὴν ἀναδεδεμένοις ὑποζώσας ... ἐμετεώριζε καὶ παρήγειρε διὰ τροχιλίας» ([[ἔνθα]] παρήνειρε Κοραῆς), Πλουτ. Εὐμέν. 11.
}}
{{bailly
|btext=exciter à avancer.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐγείρω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεγείρω Medium diacritics: παρεγείρω Low diacritics: παρεγείρω Capitals: ΠΑΡΕΓΕΙΡΩ
Transliteration A: paregeírō Transliteration B: paregeirō Transliteration C: paregeiro Beta Code: paregei/rw

English (LSJ)

raise partly, διὰ τροχιλίας Plu.Eum.11.

German (Pape)

[Seite 510] (s. ἐγείρω), daneben erregen, Plut. Eumen. 11.

French (Bailly abrégé)

exciter à avancer.
Étymologie: παρά, ἐγείρω.

Greek (Liddell-Scott)

παρεγείρω: ἐγείρω ἐν μέρει, ὀλίγον, «τῶν δὲ ἵππων ἕκαστον ῥυτῆρσι μεγάλοις εἰς τὴν ὀροφὴν ἀναδεδεμένοις ὑποζώσας ... ἐμετεώριζε καὶ παρήγειρε διὰ τροχιλίας» (ἔνθα παρήνειρε Κοραῆς), Πλουτ. Εὐμέν. 11.

Greek Monolingual

Α
σηκώνω κάτι από το έδαφος ώστε μόνο ένα μέρος του να στηρίζεται σ' αυτό, μισοσηκώνω.

Greek Monotonic

παρεγείρω: μέλ. -εγερῶ, εγείρω, ξεσηκώνω μερικώς, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

παρεγείρω: слегка подгонять (sc. τὸν ἵππον Plut.).

Middle Liddell

fut. -εγερῶ
to raise partly, Plut.