πέκος: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και αιολ. τ. πέκκος και | |mltxt=και αιολ. τ. πέκκος και πεῖκος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> ο [[πόκος]], το [[ποκάρι]], το [[σύνολο]] του ακατέργαστου μαλλιού από κουρεμένο [[πρόβατο]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[δέρμα]], [[κώδιον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέκω]] / [[πείκω]]. Ο τ. [[πέκος]] [[είναι]] μτγν. από τον τ. [[πόκος]] και σχηματίστηκε πιθ. κατ' [[επίδραση]] του συνώνυμου [[πέσκος]] «[[φλούδα]], [[δέρμα]]»]. | ||
}} | }} |
Revision as of 09:40, 13 October 2022
English (LSJ)
Aeol. πέκκος, τό, = πόκος, An.Ox.3.358; also πεῖκος, Hsch. (-κός cod.).
German (Pape)
[Seite 547] τό, Fell, bes. das abgeschorene Vließ, VLL., vgl. πέσκος u. πόκος.
Greek (Liddell-Scott)
πέκος: Αἰολ. πέκκος, τό, = πόκος, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 358· - Κατὰ Σουΐδ.: «πέκος, δέρμα, κῴδιον»· - ὡσαύτως πέσκος, Νικ. Θηρ. 548 ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «τὸν φλοιὸν τῆς βοτάνης, ἤγουν τὸ λέπος».
Greek Monolingual
και αιολ. τ. πέκκος και πεῖκος, τὸ, Α
1. ο πόκος, το ποκάρι, το σύνολο του ακατέργαστου μαλλιού από κουρεμένο πρόβατο
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «δέρμα, κώδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέκω / πείκω. Ο τ. πέκος είναι μτγν. από τον τ. πόκος και σχηματίστηκε πιθ. κατ' επίδραση του συνώνυμου πέσκος «φλούδα, δέρμα»].