πέκος: Difference between revisions

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και αιολ. τ. πέκκος και πεῑκος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> ο [[πόκος]], το [[ποκάρι]], το [[σύνολο]] του ακατέργαστου μαλλιού από κουρεμένο [[πρόβατο]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[δέρμα]], [[κώδιον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέκω]] / [[πείκω]]. Ο τ. [[πέκος]] [[είναι]] μτγν. από τον τ. [[πόκος]] και σχηματίστηκε πιθ. κατ' [[επίδραση]] του συνώνυμου [[πέσκος]] «[[φλούδα]], [[δέρμα]]»].
|mltxt=και αιολ. τ. πέκκος και πεῖκος, τὸ, Α<br /><b>1.</b> ο [[πόκος]], το [[ποκάρι]], το [[σύνολο]] του ακατέργαστου μαλλιού από κουρεμένο [[πρόβατο]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «[[δέρμα]], [[κώδιον]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέκω]] / [[πείκω]]. Ο τ. [[πέκος]] [[είναι]] μτγν. από τον τ. [[πόκος]] και σχηματίστηκε πιθ. κατ' [[επίδραση]] του συνώνυμου [[πέσκος]] «[[φλούδα]], [[δέρμα]]»].
}}
}}

Revision as of 09:40, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέκος Medium diacritics: πέκος Low diacritics: πέκος Capitals: ΠΕΚΟΣ
Transliteration A: pékos Transliteration B: pekos Transliteration C: pekos Beta Code: pe/kos

English (LSJ)

Aeol. πέκκος, τό, = πόκος, An.Ox.3.358; also πεῖκος, Hsch. (-κός cod.).

German (Pape)

[Seite 547] τό, Fell, bes. das abgeschorene Vließ, VLL., vgl. πέσκος u. πόκος.

Greek (Liddell-Scott)

πέκος: Αἰολ. πέκκος, τό, = πόκος, Ἀνέκδ. Ὀξ. 3. 358· - Κατὰ Σουΐδ.: «πέκος, δέρμα, κῴδιον»· - ὡσαύτως πέσκος, Νικ. Θηρ. 548 ἔνθα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «τὸν φλοιὸν τῆς βοτάνης, ἤγουν τὸ λέπος».

Greek Monolingual

και αιολ. τ. πέκκος και πεῖκος, τὸ, Α
1. ο πόκος, το ποκάρι, το σύνολο του ακατέργαστου μαλλιού από κουρεμένο πρόβατο
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «δέρμα, κώδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέκω / πείκω. Ο τ. πέκος είναι μτγν. από τον τ. πόκος και σχηματίστηκε πιθ. κατ' επίδραση του συνώνυμου πέσκος «φλούδα, δέρμα»].