παντέλειος: Difference between revisions

From LSJ

Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold

Menander, Monostichoi, 276
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />[[τέλειος]] σε όλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[παντέλεια]]<br />η τελευταία [[ημέρα]] τών Θεσμοφορίων στις [[Συρακούσες]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) «παντέλειον<br />ὁλόκληρον»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παντέλειος]] [[ἀριθμός]]» — ο [[αριθμός]] [[δέκα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παντελείως</i> Α<br />με παντέλειο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τέλειος]] (<b>πρβλ.</b> <i>υπερ</i>-[[τέλειος]])].
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />[[τέλειος]] σε όλα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) τὰ [[παντέλεια]]<br />η τελευταία [[ημέρα]] τών Θεσμοφορίων στις [[Συρακούσες]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b> και το λεξ. [[Σούδα]]) «παντέλειον<br />ὁλόκληρον»<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[παντέλειος]] [[ἀριθμός]]» — ο [[αριθμός]] [[δέκα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παντελείως</i> Α<br />με παντέλειο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τέλειος]] ([[πρβλ]]. [[υπερτέλειος]])].
}}
}}

Revision as of 15:00, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντέλειος Medium diacritics: παντέλειος Low diacritics: παντέλειος Capitals: ΠΑΝΤΕΛΕΙΟΣ
Transliteration A: pantéleios Transliteration B: panteleios Transliteration C: panteleios Beta Code: pante/leios

English (LSJ)

ον, later form of παντελής, in pure perfection, νοῦς Thphr.Fr.53 codd., Porph.Sent.22; σοφία Hierocl. in CA1p.419M.; ἀπὸ τῶν π. τὰ τέλεια Procl.Inst.64; π. ἀριθμός (i.e. ten) Ph.Fr.72 H.; δεκὰς ἡ π. Id.1.10; τὰ π. the consummation (i. e. the chief day) of the Thesmophoria at Syracuse, Heraclid. Syrac. ap. Ath.14.647a. Adv. -είως Erot. s.v. ἀπαρτί.

German (Pape)

[Seite 463] = παντελής, τοῖς παντελείοις τῶν θεσμοφορίων, Heraclid. bei Ath. XIV, 647 a.

Greek (Liddell-Scott)

παντέλειος: -ον, μεταγεν. τύπος τοῦ παντελής, ἴδε τὸ προηγ.· τὰ παντέλεια, ἡ τελευταία ἡμέρα τῶν Θεσμοφορίων, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 647Α ὁ κατὰ πάντα τέλειος, σημειωτέον ὅτι πλήρη, τουτέστιν ἐν πᾶσι παντέλειον εἶναί φησι τὸν υἱὸν Κύριλλ. Ἀλ. ἐν Ἰω. 1, 16, σ. 100· - κατὰ Φώτ. καὶ Σουΐδ. «παντέλειον: ὁλόκληρον». - Ἐπίρρ. παντελείως, Ἐρωτιαν. 44 ἐν λ. ἀπαρτί.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
τέλειος σε όλα
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παντέλεια
η τελευταία ημέρα τών Θεσμοφορίων στις Συρακούσες
2. (κατά τον Φώτ. και το λεξ. Σούδα) «παντέλειον
ὁλόκληρον»
3. φρ. «παντέλειος ἀριθμός» — ο αριθμός δέκα.
επίρρ...
παντελείως Α
με παντέλειο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + τέλειος (πρβλ. υπερτέλειος)].