παρόρειος: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0527.png Seite 527]] am Berge, am Gebirge gelegen, befindlich, Ios. u. a. Sp., im subst. τὸ παρόρειον, wie Suid.; vgl. [[παρωρεία]] u. Lob. Phryn. 712. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0527.png Seite 527]] am Berge, am Gebirge gelegen, befindlich, Ios. u. a. Sp., im subst. τὸ παρόρειον, wie Suid.; vgl. [[παρωρεία]] u. Lob. Phryn. 712. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[παρώρειος]].<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ὄρος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρόρειος''': -ον, ([[ὄρος]]) ὁ πλησίον ὄρους, Στράβ. 576, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 4, 7. - Ὁ [[τύπος]] παρώρειος εὑρισκόμενος ἐν Ἀντιγράφοις ([[οἷον]] Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.) [[εἶναι]] ἐσφαλμένος, ἐν ᾧ τὸ [[παρώρεια]] (ὃ ἴδε) [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] ὀρθὸς [[τύπος]] τοῦ οὐσιαστ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 712. | |lstext='''παρόρειος''': -ον, ([[ὄρος]]) ὁ πλησίον ὄρους, Στράβ. 576, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 4, 7. - Ὁ [[τύπος]] παρώρειος εὑρισκόμενος ἐν Ἀντιγράφοις ([[οἷον]] Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.) [[εἶναι]] ἐσφαλμένος, ἐν ᾧ τὸ [[παρώρεια]] (ὃ ἴδε) [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] ὀρθὸς [[τύπος]] τοῦ οὐσιαστ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 712. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:55, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, (ὄρος) near a mountain or mountains, Str.12.8.13, J.BJ1.4.7:—written παρόριος, Sch.Il.20.490, 22.190.—The form παρώρειος found in codd. (as in Str.l.c.) is incorrect, whereas παρώρεια (q.v.) is the only correct form of the Subst.
German (Pape)
[Seite 527] am Berge, am Gebirge gelegen, befindlich, Ios. u. a. Sp., im subst. τὸ παρόρειον, wie Suid.; vgl. παρωρεία u. Lob. Phryn. 712.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. παρώρειος.
Étymologie: παρά, ὄρος.
Greek (Liddell-Scott)
παρόρειος: -ον, (ὄρος) ὁ πλησίον ὄρους, Στράβ. 576, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 4, 7. - Ὁ τύπος παρώρειος εὑρισκόμενος ἐν Ἀντιγράφοις (οἷον Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.) εἶναι ἐσφαλμένος, ἐν ᾧ τὸ παρώρεια (ὃ ἴδε) εἶναι ὁ μόνος ὀρθὸς τύπος τοῦ οὐσιαστ., Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 712.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται κοντά σε όρος ή σε όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὄρειος (< ὄρος), πρβλ. εν-όρειος].
Greek Monotonic
παρόρειος: -ον (ὄρος), αυτός που βρίσκεται κατά μήκος του βουνού, σε Στράβ.