πελαργιδεύς: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0549.png Seite 549]] ὁ, das Junge des Storches; Ar. Av. 1356; Plut. Gryll. 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0549.png Seite 549]] ὁ, das Junge des Storches; Ar. Av. 1356; Plut. Gryll. 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=έως (ὁ) :<br />cigogneau.<br />'''Étymologie:''' [[πελαργός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πελαργῐδεύς''': ὁ, ὁ νεοσσὸς πελαργοῦ, νεαρὸς [[πελαργός]], ἐπὴν ὁ πατὴρ ὁ πελαργὸς ἐκπετησίμους πάντας ποιήσῃ τοὺς πελαργιδεῖς τρέφων, δεῖ τοὺς νεοττοὺς τὸν πατέρα [[πάλιν]] τρέφειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1356, Πλούτ. 2. 992Β. | |lstext='''πελαργῐδεύς''': ὁ, ὁ νεοσσὸς πελαργοῦ, νεαρὸς [[πελαργός]], ἐπὴν ὁ πατὴρ ὁ πελαργὸς ἐκπετησίμους πάντας ποιήσῃ τοὺς πελαργιδεῖς τρέφων, δεῖ τοὺς νεοττοὺς τὸν πατέρα [[πάλιν]] τρέφειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1356, Πλούτ. 2. 992Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:10, 2 October 2022
English (LSJ)
έως, ὁ, young stork, Ar.Av.1356, Plu.2.992b.
German (Pape)
[Seite 549] ὁ, das Junge des Storches; Ar. Av. 1356; Plut. Gryll. 9.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
cigogneau.
Étymologie: πελαργός.
Greek (Liddell-Scott)
πελαργῐδεύς: ὁ, ὁ νεοσσὸς πελαργοῦ, νεαρὸς πελαργός, ἐπὴν ὁ πατὴρ ὁ πελαργὸς ἐκπετησίμους πάντας ποιήσῃ τοὺς πελαργιδεῖς τρέφων, δεῖ τοὺς νεοττοὺς τὸν πατέρα πάλιν τρέφειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1356, Πλούτ. 2. 992Β.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
ο νεοσσός του πελαργού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πελαργός + επίθημα -ιδεύς (πρβλ. αετ-ιδεύς, λυκ-ιδεύς)].
Greek Monotonic
πελαργῐδεύς: ὁ, μικρός πελαργός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πελαργῐδεύς: έως ὁ молодой аист, аистенок Arph., Plat.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελαργιδεύς -έως, ὁ [πελαργός] jonge ooievaar.
Middle Liddell
πελαργῐδεύς, έως, ὁ,
a young stork, Ar.