περιώνυμος: Difference between revisions
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[περιώνυμος]], -ον ΝΜΑ<br />[[εκείνος]] του οποίου το όνομα [[είναι]] γνωστό [[παντού]], [[ονομαστός]], [[ξακουστός]], [[περίφημος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως ( | |mltxt=-η, -ο / [[περιώνυμος]], -ον ΝΜΑ<br />[[εκείνος]] του οποίου το όνομα [[είναι]] γνωστό [[παντού]], [[ονομαστός]], [[ξακουστός]], [[περίφημος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), με [[έκταση]] λόγω συνθέσεως ([[πρβλ]]. [[συνώνυμος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:07, 11 May 2023
English (LSJ)
ον, far-famed, Orph.A.149, IG3.914; γένους λαμπρότητι App.BC2.2, etc.
German (Pape)
[Seite 602] ringsum namhaft, weitumher berühmt, Orph. Arg. 147.
Greek (Liddell-Scott)
περιώνῠμος: -ον, ὀνομαστός, περίφημος, Ὀρφ. Ἀργ. 147, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 862· τινι, ἐπί τινι, Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 2, κτλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / περιώνυμος, -ον ΝΜΑ
εκείνος του οποίου το όνομα είναι γνωστό παντού, ονομαστός, ξακουστός, περίφημος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συνώνυμος)].