πολυδίνητος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές καμπές, [[πολύκαμπτος]] («φύλλῳ δ' [[ἤπειρος]] πολυδινήτῳ [[περίμετρος]]» — λεγόταν για την Πελοπόννησο, της οποίας το [[σχήμα]] μοιάζει με [[φύλλο]] πλατάνου, Δίον.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δινητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i>), | |mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πολλές καμπές, [[πολύκαμπτος]] («φύλλῳ δ' [[ἤπειρος]] πολυδινήτῳ [[περίμετρος]]» — λεγόταν για την Πελοπόννησο, της οποίας το [[σχήμα]] μοιάζει με [[φύλλο]] πλατάνου, Δίον.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δινητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>δινῶ</i>), [[πρβλ]]. [[αειδίνητος]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 10 May 2023
English (LSJ)
[ῑ], ον, much-whirled, φύλλον D.P.407.
German (Pape)
[Seite 662] viel oder sehr gedreht, gewirbelt, gewunden, D. Per. 407, v.l. περιδίνητος.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠδίνητος: -ον, ὁ πολλὰς ἐπικλάσεις καὶ καμπὰς ἔχων, φύλλῳ δ’ ἤπειρος πολυδινήτῳ περίμετρος, περὶ τῆς Πελοποννήσου ἧς τὸ σχῆμα εἶναι ὅμοιον πρὸς φύλλον πλατάνου, Διον. Περιηγ. 407.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει πολλές καμπές, πολύκαμπτος («φύλλῳ δ' ἤπειρος πολυδινήτῳ περίμετρος» — λεγόταν για την Πελοπόννησο, της οποίας το σχήμα μοιάζει με φύλλο πλατάνου, Δίον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + δινητός (< δινῶ), πρβλ. αειδίνητος].