πολύαστρος: Difference between revisions
From LSJ
σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "Full diacritics=πολῠ" to "Full diacritics=πολῠ́") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=πολῠ́αστρος | ||
|Medium diacritics=πολύαστρος | |Medium diacritics=πολύαστρος | ||
|Low diacritics=πολύαστρος | |Low diacritics=πολύαστρος |
Revision as of 09:15, 31 August 2022
English (LSJ)
ον, with many stars, starry, Διὸς ἕδος E.Ion870 (anap.).
German (Pape)
[Seite 660] mit vielen Sternen, Διὸς ἕδος, Eur. Ion 870.
Greek (Liddell-Scott)
πολύαστρος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς ἀστέρας, Εὐρ. Ἴων 870.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux astres nombreux.
Étymologie: πολύς, ἀστήρ.
Greek Monolingual
-η, -ο / πολύαστρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά άστρα (α. «κι αυτός εις το πολύαστρον του αιθέρος τα μάτια εστριφογύριζε σβησμένα», Σολωμ.
β. «οὐ τὸ Διὸς πολύαστρον ἕδος», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἄστρον (πρβλ. έν-αστρος)].
Greek Monotonic
πολύαστρος: -ον, αυτός που έχει πολλά άστρα, έναστρος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πολύαστρος: многозвездный (Διὸς ἕδος Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύαστρος -ον [πολύς, ἀστήρ] met veel sterren.