πολυγονία: Difference between revisions
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0661.png Seite 661]] ἡ, Fruchtbarkeit; Plat. Prot. 321 b; Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0661.png Seite 661]] ἡ, Fruchtbarkeit; Plat. Prot. 321 b; Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />grande fécondité.<br />'''Étymologie:''' [[πολύγονος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυγονία''': ἡ, πολλὴ [[γονιμότης]], τὸ γεννᾶν πολλὰ τέκνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀλιγογονία, Πλάτ. Πρωτ. 321Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 4., 9. 40, 7. | |lstext='''πολυγονία''': ἡ, πολλὴ [[γονιμότης]], τὸ γεννᾶν πολλὰ τέκνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀλιγογονία, Πλάτ. Πρωτ. 321Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 4., 9. 40, 7. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, fecundity, Pl.Prt.321b, Arist.HA580b27, 624a1, Ph.2.211.
German (Pape)
[Seite 661] ἡ, Fruchtbarkeit; Plat. Prot. 321 b; Plut.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
grande fécondité.
Étymologie: πολύγονος.
Greek (Liddell-Scott)
πολυγονία: ἡ, πολλὴ γονιμότης, τὸ γεννᾶν πολλὰ τέκνα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὀλιγογονία, Πλάτ. Πρωτ. 321Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 4., 9. 40, 7.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ πολύγονος
1. μεγάλη γονιμότητα
2. πολυτοκία («τοῖς μὲν ὀλιγογονίαν προσῆψε τοῖς δ' ἀναλισκομένοις ὑπὸ τούτων πολυγονίαν», Πλάτ.).
Greek Monotonic
πολυγονία: ἡ, παραγωγικότητα, εξαιρετική γονιμότητα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
πολυγονία: ἠ плодовитость Plat., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυγονία -ας, ἡ [πολύγονος] vruchtbaarheid.
Middle Liddell
πολυγονία, ἡ,
fecundity, Plat. [from πολύγονος