πολύπτωτος: Difference between revisions

From LSJ

τὰν ἐπὶ τᾶς → Either with this or on this | Come back victorious or dead

Plutarch, Moralia, 241
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0670.png Seite 670]] mit oder in vielen Fällen, Casus, Gramm.; τὸ πολ., Quinctil. 9, 3, 36, eine rhetorische Figur; vgl. Longin. 23, 1
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0670.png Seite 670]] mit oder in vielen Fällen, Casus, Gramm.; τὸ πολ., Quinctil. 9, 3, 36, eine rhetorische Figur; vgl. Longin. 23, 1
}}
{{elru
|elrutext='''πολύπτωτος:''' грам. многопадежный.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολύπτωτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που έχει πολλές πτώσεις<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύπτωτο</i><br />(ενν. [[σχήμα]]) ρητορικό [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο μία [[λέξη]] σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>πτωτος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[πολύπτωτος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>γραμμ.</b> αυτός που έχει πολλές πτώσεις<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πολύπτωτο</i><br />(ενν. [[σχήμα]]) ρητορικό [[σχήμα]] λόγου [[κατά]] το οποίο μία [[λέξη]] σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πτωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πίπτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>πτωτος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύπτωτος:''' грам. многопадежный.
}}
}}

Revision as of 15:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύπτωτος Medium diacritics: πολύπτωτος Low diacritics: πολύπτωτος Capitals: ΠΟΛΥΠΤΩΤΟΣ
Transliteration A: polýptōtos Transliteration B: polyptōtos Transliteration C: polyptotos Beta Code: polu/ptwtos

English (LSJ)

ον, (πτῶσις) with or in many cases, σχῆμα, a rhetorical figure, employment of the same word in various cases, Hermog.Id.1.12, Eust.349.39; σχηματισμός Id.105.26; τὸ π. alone, Quint.Inst.9.3.37, Longin.23.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 670] mit oder in vielen Fällen, Casus, Gramm.; τὸ πολ., Quinctil. 9, 3, 36, eine rhetorische Figur; vgl. Longin. 23, 1

Russian (Dvoretsky)

πολύπτωτος: грам. многопадежный.

Greek (Liddell-Scott)

πολύπτωτος: -ον, (πτῶσις) ὁ πολλὰς πτώσεις ἔχων, «πολύπτωτος ἐστὶ σχηματισμὸς τὸ πάντων καὶ πάντεσσι καὶ πᾶσι (κρατεῖν, ἀνάσσειν)» Εὐστ. 105. 26· ― τὸ πολύπτωτον, ῥητορικὸν σχῆμα, πρβλ. Quintil. 9. 3, 36, Λογγῖν. 23. 1, Εὐστ. 349, 40.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύπτωτος, -ον, ΝΜΑ
γραμμ. αυτός που έχει πολλές πτώσεις
2. το ουδ. ως ουσ. το πολύπτωτο
(ενν. σχήμα) ρητορικό σχήμα λόγου κατά το οποίο μία λέξη σε μια περίοδο επαναλαμβάνεται σε ποικίλους γραμματικούς τύπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πτωτός (< πίπτω), πρβλ. δί-πτωτος].